Παράθυρο στα διεθνή γεγονότα

Posts Tagged ‘δημοκρατία

Τόνι Μπεν: «Δεν είμαι αντιγερμανός – Είμαι απλώς υπέρ της δημοκρατίας»

leave a comment »

Συνέντευξη στη Δέσποινα Παπαγεωργίου [Δημοσιεύτηκε στο περιοδικό Crash, τ. Δεκεμβρίου 2013]

Ο Βρετανός Τόνι Μπεν, μια από τις μεγαλύτερες πολιτικές

Ο Βρετανός Τόνι Μπεν, μια από τις μεγαλύτερες πολιτικές φυσιογνωμίες του αιώνα

«Οι Έλληνες δεν κυβερνούν τους εαυτούς τους, αλλά ακολουθούν πολιτικές που τους επιβάλλει η ΕΕ»

«Η ελπίδα είναι η πιο ισχυρή δύναμη στην πολιτική διαδικασία»

Φυσιογνωμικά, ο Τόνι Μπεν είναι ένας τυπικός Βρετανός. Αν, όμως, τα σφιχταγκαλιασμένα δαχτυλίδια από τον καπνό της πίπας του, που ανέκαθεν ταξίδευαν παράλληλα με τη σκέψη του, και οι ατέλειωτες ποσότητες τσαγιού που καταναλώνει οδηγήσουν κάποιον να τον χαρακτηρίσει «Ήσυχο Βρετανό», το συμπέρασμα δεν θα μπορούσε να είναι περισσότερο εσφαλμένο. Γιατί ο Τόνι Μπέν, όχι μόνο δεν υπήρξε ποτέ του το «καλό» παιδί της βρετανικής πολιτικής σκηνής, αλλά έφτασε κάποτε να χαρακτηριστεί ως «ο πιο επικίνδυνος άνθρωπος στη Βρετανία». Δεν είναι τυχαίο ότι όταν η «σιδηρά κυρία» Μάργκρετ Θάτσερ έσερνε αταλάντευτα στο βασίλειο του νεοφιλελευθερισμού τη Βρετανία, όσοι υιοθετούσαν μια πιο ριζοσπαστική θέση στα πολιτικά πράγματα χαρακτηρίζονταν «Bennites» (Μπενίτες) από το επίθετο του Τόνι Μπεν, καθώς εκείνος είχε αναδειχθεί σε εξέχουσα φυσιογνωμία της αντιπολίτευσης των Εργατικών.

Όπως κι αν έχει, ο Τόνι Μπεν είναι μια διόλου συνηθισμένη περίπτωση. Πόσο συνηθισμένος μπορεί να είναι κάποιος που μετακινήθηκε ακόμα πιο αριστερά στις πολιτικές του απόψεις μετά την υπουργοποίησή του – επί κυβερνήσεων Χάρολντ Γουίλσον και Τζέιμς Κάλαχαν. Πάντως ο ίδιος δεν θεωρεί εαυτόν επαναστάτη. «Είμαι παραδοσιακός», έχει δηλώσει. «Αλλά μιας διαφορετικής παράδοσης. Όχι εκείνης που υποκλίνεσαι… σε κάποιον καλύτερο από εσένα, αλλά εκείνης που αγωνίζεσαι για ανθρώπινα δικαιώματα και δημοκρατία και ελευθερία και διεθνισμό». Η αριστερή θεώρηση, υποστηρίζει, θέλει τη δημοκρατία, μέσο για τη μεταβίβαση της ισχύος από το πορτοφόλι στην κάλπη. Κι όπως θα μου πει, το πρόβλημα στην Ελλάδα είναι ότι οι πολίτες δεν έχουν ψηφίσει όσα υφίστανται, άρα δεν κυβερνούν τους εαυτούς τους.

Τι γυρεύει ένας τέτοιος πολιτικός στη Βρετανία, την πατρίδα της Βιομηχανικής Επανάστασης, τη μάνα του καπιταλισμού στην Ευρώπη, όπου, όπως και στις ΗΠΑ, ο χαρακτηρισμός «αριστερός» προσομοιάζει περίπου με απειλή για «να τρώνε τα παιδιά όλο το φαγητό τους»; Αυτός ο επίμονος Λονδρέζος, που το 2007 σε δημοσκόπηση της εκπομπής The Daily Politics του BBC2 αναδείχθηκε σε «Πολιτικό Ήρωα» με 38% των ψήφων, αφήνοντας τη Θάτσερ με 35% να τρώει τη σκόνη του, και που φιγουράρει σε όλες τις δημοσκοπήσεις ως ένας από τους πιο αγαπητούς πολιτικούς, ήταν μόλις 25 ετών όταν εξελέγη για πρώτη φορά στο βρετανικό Κοινοβούλιο, με το κόμμα των Εργατικών. Έκτοτε, τα βουλευτικά έδρανα θα τον φιλοξενούσαν αδιάλειπτα επί 52 ολόκληρα χρόνια, μέχρι το 2001, που θα τα εγκατέλειπε, «για να αφιερώσει περισσότερο χρόνο στην πολιτική», όπως δήλωνε. «Πολύ σωστά», μου λέει όταν του το αναφέρω στο τηλέφωνο, επισημαίνοντας τη συνεχιζόμενη πολιτική του δραστηριότητα.

Γιατί ο Τόνι Μπεν δεν εξήλθε από το Κοινοβούλιο για να βολευτεί αναπαυτικά στη μπερζέρα του, συζητώντας για τον καιρό με τους γείτονες. Το τσάι που φανατικά πίνει, γι’ αυτόν δεν συμπορεύεται με τη «συμπάθεια» στην οποία πολλοί θα τον ήθελαν να αρκεστεί στα 88 του πλέον χρόνια. Οργώνει τη χώρα συμμετέχοντας σε διαδηλώσεις, αντιπολεμικά συλλαλητήρια και φεστιβάλ εναλλακτικής δράσης. Όπως για παράδειγμα εκείνο των «Μαρτύρων του Τολπάντλ», συλλόγου που ιδρύθηκε τον 19ο αιώνα από αγρότες που είχαν μυστικά συμφωνήσει για συνεργατισμό με κανόνες δίκαιου εμπορίου, και τελικά συνελήφθησαν. «Είμαι ευγενικός και γηραιός. Αλλά δεν είμαι ακίνδυνος», όπως θα έλεγε στην «Daily Mirror» (15 Αυγούστου 2013).

"Όταν οι άνθρωποι παραιτούνται από την ελπίδα για αλλαγή, τότε παραιτούνται και από την ικανότητά τους να αλλάξουν τα πράγματα. Η ελπίδα είναι η πιο ισχυρή δύναμη στην πολιτική. Κι ελπίδα δεν σημαίνει ότι τα πράγματα θα γίνουν μια χαρά οτιδήποτε κι αν κάνεις, αλλά ότι αν αγωνιστείς, μπορείς να πετύχεις. Και η ιστορία το αποδεικνύει», λέει ο Τόνι Μπεν.

«Όταν οι άνθρωποι παραιτούνται από την ελπίδα για αλλαγή, τότε παραιτούνται και από την ικανότητά τους να αλλάξουν τα πράγματα. Η ελπίδα είναι η πιο ισχυρή δύναμη στην πολιτική. Κι ελπίδα δεν σημαίνει ότι τα πράγματα θα έρθουν μια χαρά οτιδήποτε κι αν κάνεις, αλλά ότι αν αγωνιστείς, μπορείς να πετύχεις. Και η ιστορία το αποδεικνύει», λέει ο Τόνι Μπεν.

«Στην πολιτική διαδικασία, ένα πολύ σπουδαίο στοιχείο είναι η κοινή γνώμη. Οπότε, τώρα προσπαθώ να επηρεάσω την κοινή γνώμη με διάφορους τρόπους που εγώ θεωρώ σωστούς, και αυτός είναι ένας πολιτικός ρόλος. Δεν είμαι βουλευτής, ήμουν 52 χρόνια, ήμουν και υπουργός, διαδραμάτισα σωστό ρόλο στη συμβατική πολιτική διαδικασία, αλλά τώρα θέλω να είμαι ελεύθερος να υποστηρίξω την υπόθεσή μου», μου λέει στο τηλέφωνο. Έγινε πρόεδρος στην οργάνωση Stop the War Coalition (Συμμαχία Σταματήστε τον Πόλεμο) και είναι η βαρύνουσα φυσιογνωμία πίσω από το βρετανικό κίνημα αλληλεγγύης στον ελληνικό λαό, που, ανταποκρινόμενο στο κάλεσμα του Μανώλη Γλέζου και του Μίκη Θεοδωράκη για τη δημιουργία ενός ευρωπαϊκού κινήματος κατά της λιτότητας, προέβη, τον Μάρτιο του 2012, σε δημόσια δήλωση έκφρασης αλληλεγγύης στους Έλληνες.

Κινητοποιήθηκε μάλλον γιατί διαπίστωσε ότι στην Ελλάδα, οι «βασιλιάδες» καταδυναστεύουν τους «προφήτες». Και ήταν πολύ νωρίς στη ζωή του που ο Τόνι Μπεν αποφάσισε με ποια πλευρά είναι: από τότε που η θεολόγος και φεμινίστρια μητέρα του Μάργκρετ Γουέντγουντ Μπεν, καθώς του διηγιόταν ιστορίες από τη Βίβλο, δεν παρέλειπε να του επαναλαμβάνει ότι αυτές περιστρέφονται γύρω από την «πάλη» προφητών και βασιλιάδων και να τον συμβουλεύει να υποστηρίζει πάντα τους προφήτες, γιατί οι βασιλιάδες είχαν την ισχύ, αλλά οι προφήτες δίδασκαν Δικαιοσύνη… «Προφήτη» θεωρεί ο Μπεν και τον Μαρξ, γιατί «εκείνο που κυριαρχούσε στο έργο του ήταν «η παθιασμένη εχθρότητά του για την αδικία του καπιταλισμού».

>Σχολιάζω ότι είναι σπάνιο να είσαι «προφήτης» -όπως είχε χαρακτηρίσει τον Μπεν και ο άλλοτε Βρετανός πρωθυπουργός Χάρολντ Γουίλσον- σε μια εποχή που όλοι καλοπιάνουν τους «βασιλιάδες» μήπως και βρεθούν με λίγη από τη χρυσόσκονή τους στα χέρια.

«Λόγω της ηλικίας μου δεν μπορώ να είμαι όσο δραστήριος ήμουν. Πραγματοποιώ πολλές δημόσιες ομιλίες και δραστηριοποιούμαι στα συνδικάτα», θα μου πει.

Τη συνέντευξη με τον Τόνι Μπεν είχαμε προσπαθήσει να την κλείσουμε από τον προηγούμενο μήνα, αλλά στάθηκε δύσκολο, λόγω της ανάρρωσής του μετά από νοσηλεία στο νοσοκομείο. Τώρα, ένιωθε και πάλι ακμαίος.

Σε μια εποχή που ο πολιτικός λόγος συχνά εξαντλείται σε συνθήματα, σε μια προσπάθεια φτηνού και εύκολου εντυπωσιασμού, εκείνο που ανέκαθεν θαύμαζα στον Τόνι Μπεν ήταν ότι ο λόγος του δεν ήταν ποτέ συνθηματικός. Δεν ενδιαφερόταν για την «ατάκα», αλλά για το «δύσκολο», την πολιτική ουσία. Έτσι, δεν μου κάνει εντύπωση που, από την άλλη άκρη της τηλεφωνικής γραμμής, οι απαντήσεις έρχονται λιτές και επί του θέματος. Όπως αρμόζει σε έναν πολιτικό «οδοδείκτη» και όχι «ανεμοδείκτη», όρους που θα εξηγήσουμε παρακάτω…

«Οι Έλληνες κυβερνώνται τώρα από την Ευρώπη, δεν κυβερνούν τους εαυτούς τους. Εξαναγκάζονται να ακολουθούν πολιτικές που τους επιβάλλονται από την ΕΕ», υποστηρίζει. Στη φωτό, έκδοση των περίφημων Πολιτικών Ημερολογίων του.

«Οι Έλληνες κυβερνώνται τώρα από την Ευρώπη, δεν κυβερνούν τους εαυτούς τους. Εξαναγκάζονται να ακολουθούν πολιτικές που τους επιβάλλονται από την ΕΕ», υποστηρίζει. Στη φωτό, έκδοση των περίφημων Πολιτικών Ημερολογίων του.

Ήδη από το 2005, μιλώντας στο βρετανικό Channel 5, ο Τόνι Μπεν διατύπωνε την άποψη ότι οι σοσιαλδημοκρατικές αξίες απειλούνται σε συνθήκες προϊούσας παγκοσμιοποίησης στις οποίες πανίσχυροι οργανισμοί όπως το ΔΝΤ, η Παγκόσμια Τράπεζα και η Ευρωπαϊκή Επιτροπή δεν εκλέγονται και άρα δεν λογοδοτούν σε εκείνους των οποίων τη ζωή διαμορφώνουν καθημερινά. Τον ρωτώ:

>Υπό αυτό το πρίσμα, πώς θα σχολιάζατε τη σημερινή κατάσταση στην παγκόσμια πολιτική σκηνή;

«Μπορεί η Βρετανία να είναι μια δημοκρατική χώρα, αλλά ο κόσμος δεν είναι δημοκρατικός. Κυριαρχείται από πανίσχυρες πολυεθνικές εταιρείες και οργανισμούς που δεν λογοδοτούν σε κανέναν. Οπότε, η μάχη για τη δημοκρατία διεξάγεται τόσο σε διεθνές όσο και σε εθνικό επίπεδο, και αυτός είναι ένας από τους λόγους που δεν νιώθω ότι θυσίασα πάρα πολλά αποχωρώντας από το Κοινοβούλιο».

>Αναφέρω ότι πολλοί στην Ευρώπη ανατριχιάζουν στο άκουσμα των λέξεων «σοσιαλισμός» ή «μαρξισμός», και κάποιοι, συμπεριλαμβανομένης της ελληνικής κυβέρνησης, προωθούν τη θεωρία των δύο άκρων. Αυτούς, λοιπόν, δεν τους ενδιαφέρει η διάσωση των σοσιαλδημοκρατικών αξιών.

«Το πιο σημαντικό στοιχείο είναι ότι πρόκειται για δημοκρατικές πολιτικές που αποφασίζονται από την πλειοψηφία των πολιτών μέσω της εκλογής Κοινοβουλίου», σχολιάζει. «Αυτό σημαίνει ότι [οι πολίτες] μπορούν να αλλάξουν το Κοινοβούλιο που εκλέγουν, οπότε έχουν σημαντική επιρροή. Αυτή είναι η βασική αρχή στην οποία στηρίζεται το βρετανικό σύστημα – και νομίζω είναι καλή. Αλλά φυσικά, υπάρχουν δυνάμεις σε αυτό τον κόσμο που δεν είναι δημοκρατικές και που έχουν τεράστια επιρροή στα έθνη-κράτη, και αυτό συνιστά κίνδυνο για όσους πιστεύουν στις αξίες της σοσιαλδημοκρατίας».

>Και η Ευρωπαϊκή Ένωση; Πόση δημοκρατία έχει απομείνει σήμερα στην ΕΕ;

Μικρή παύση. Τον φαντάζομαι να παίρνει άλλη μια ρουφηξιά από την πίπα του, χωρίς την οποία σπάνια εμφανίζεται. Το 1992, μάλιστα, είχε ψηφιστεί «καπνιστής πίπας της χρονιάς». Ίσως, επειδή, όπως έλεγε και ο Άγγλος λογοτέχνης και πολιτικός Έντουαρντ Μπούλβερ-Λύττον, 1ος Βαρώνος Λύττον, «η πίπα είναι η πηγή του στοχασμού, η πηγή της απόλαυσης, η συντροφιά των σοφών. Ο άντρας που καπνίζει σκέπτεται σαν φιλόσοφος και δρα σαν Σαμαρίτης»…

«Το πρόβλημα με την Ευρωπαϊκή Ένωση είναι πως στερείται δημοκρατικού πυρήνα», μου λέει ο Τόνι Μπεν. «Όποιος είναι εντός του συστήματος της ΕΕ δεν μπορεί να ψηφίσει για να επηρεάσει τις αποφάσεις που αυτή εφαρμόζει και οι οποίες καθοδηγούνται από οργανισμούς που συστήθηκαν από δυνάμεις μέσα στην ΕΕ. Κι έπειτα, είσαι υποχρεωμένος να υπακούς σε αυτές τις αποφάσεις χωρίς να μπορείς να κάνεις τίποτε περισσότερο. Η Ευρωπαϊκή Ένωση εγκατέλειψε ή ποτέ δεν θεσμοθέτησε ένα βασικό δημοκρατικό δικαίωμα για τους πολίτες της. Θεωρώ ότι πρόκειται για πολύ σοβαρή αδυναμία, αδυναμία που βρίσκεται στη βάση της αντίθεσής μου με το ευρωπαϊκό σύστημα».

Κατά τη διάρκεια της θητείας του ως υπουργός Ενέργειας, διατέλεσε και πρόεδρος της Ευρωπαϊκής Επιτροπής των Υπουργών Ενέργειας (1977, ΕΟΚ τότε). Είχε χαρακτηρίσει την εμπειρία απίστευτη, γιατί ήταν η μόνη επιτροπή που παρακολούθησε στη ζωή μου, στην οποία, «ακόμα και όταν ήμουν πρόεδρος, δεν μπορούσα να καταθέσω ούτε ένα (λευκό) χαρτί, κι έπρεπε να περιμένω την Κομισιόν να το καταθέσει…»

Στη μακρά του πολιτική διαδρομή, ο Τόνι Μπεν έζησε την εποχή, μετά τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο, οπότε και χτίστηκε το ευρωπαϊκό κράτος πρόνοιας, ενώ έδινε τις μάχες από τα έδρανα της αντιπολίτευσης όταν η «μαύρη» συμμαχία Θάτσερ-Ρέιγκαν βάλθηκε να το διαλύσει στα εξ ων συνετέθη. Σήμερα, ο απόηχος των ιδεών της Θάτσερ («δεν υπάρχει κοινωνία, μόνο άτομα», έλεγε) μοιάζει εμφανής, αφού οτιδήποτε δημόσιο δαιμονοποιείται, εκτός από το χρέος.

Ο Τόνι Μπεν δεν «νταντεύει» τους πολίτες. Φέρουν ευθύνη. «Η κ. Θάτσερ εξελέγη και τελικά ηττήθηκε», θα μου πει. «Έτσι λειτουργεί η δημοκρατική διαδικασία, δεν σημαίνει ότι θα εφαρμοστούν πάντα οι πολιτικές που επιθυμείς», μου λέει. «Πρέπει να κερδίσεις τις εκλογές. Και χάσαμε (σσ: οι Εργατικοί) τις εκλογές από την κ. Θάτσερ, οπότε είχε το δημοκρατικό δικαίωμα να κυβερνήσει. Προσωπικά, θεωρούσα τις πολιτικές της λανθασμένες και έκανα μεγάλο αγώνα για να πείσω τους πολίτες να τις απορρίψουν. Και στο τέλος, το έκαναν. Απελευθερώθηκαν από την επιρροή της κ. Θάτσερ μέσω της δημοκρατίας». Εμμέσως πλην σαφώς στέλνει το μήνυμα ότι τίποτα δεν εφαρμόζεται εάν δεν το αποδεχτεί η κοινωνία.

Οι Βρετανοί, λοιπόν, απηλλάγησαν με εκλογές από την πολιτική της Θάτσερ. Στην Ελλάδα, πώς θα απαλλαγούμε από την πολιτική της τρόικας; Θυμάμαι μια ρήση του αρχιεπισκόπου Νότιας Αφρικής και αγωνιστή κατά του Απαρτχάιντ Ντέσμοντ Τούτου: «Όταν οι ιεραπόστολοι ήρθαν στην Αφρική, είχαν τη Βίβλο, κι εμείς είχαμε τη γη. Είπαν: “Ας προσευχηθούμε”. Κλείσαμε τα μάτια μας. Όταν τα ανοίξαμε, είχαμε εμείς τη Βίβλο κι εκείνοι τη γη». Το αναφέρω στον Τόνι Μπεν:

Από τους λίγους που έγιναν πιο Αριστεροί με τα χρόνια. Λέει: «Η πολιτική αλλαγή έρχεται όταν η κοινή γνώμη το επιθυμεί. Ο ηγέτης μπορεί να είναι σημαντικός γιατί μπορεί να επηρεάζει την κοινή γνώμη, αλλά αυτό συμβαίνει μόνο επειδή οι πολίτες το αποδέχονται... Η δημοκρατία μπορεί να έρθει μόνο με τη συναίνεση των πολιτών, και κάποιες φορές χρειάζεται πολύς χρόνος για να κερδηθεί αυτή η συναίνεση».

Από τους λίγους που έγιναν πιο Αριστεροί με τα χρόνια. Λέει: «Η πολιτική αλλαγή έρχεται όταν η κοινή γνώμη το επιθυμεί. Ο ηγέτης μπορεί να είναι σημαντικός γιατί μπορεί να επηρεάζει την κοινή γνώμη, αλλά αυτό συμβαίνει μόνο επειδή οι πολίτες το αποδέχονται… Η δημοκρατία μπορεί να έρθει μόνο με τη συναίνεση των πολιτών, και κάποιες φορές χρειάζεται πολύς χρόνος για να κερδηθεί αυτή η συναίνεση».

>«Στην Ελλάδα», του λέω, «υποχρεωθήκαμε να “προσευχηθούμε” στο Μνημόνιο, το οποίο μάς έδωσαν οι “ιεραπόστολοι” της Τρόικας. Πιστεύετε ότι οι πολιτικές που εφαρμόζονται στην Ελλάδα ομοιάζουν με εκείνες που εφαρμόστηκαν κατά την αποικιοκρατία;

«Μπορεί όχι σε άμεση σύγκριση, αλλά οι βασικές πολιτικές που εφαρμόζονται στην Ελλάδα δεν είναι πολιτικές που οι Έλληνες έχουν επιλέξει.

Θα αναφέρω έναν παραλληλισμό που έχει ενδιαφέρον. Στην Αμερική, η Πολιτεία της Καλιφόρνια ψηφίζει για πρόεδρο, οπότε δεσμεύεται με την πολιτική του νέου προέδρου. Και αυτό συμβαίνει με όλες τις Πολιτείες των Ηνωμένων Πολιτειών. Στην Ευρώπη, δεν συμβαίνει το ίδιο. Οπότε, αν θέλεις να έχεις μια ευρωπαϊκή πολιτεία, θα πρέπει να έχεις μια κεντρική κυβέρνηση για την οποία να ψηφίζει κάθε Ευρωπαίος. Τότε, το σύστημα θα είναι δημοκρατικό. Όμως, αυτό δεν συμβαίνει σήμερα». Η όποια συνεργασία για κοινές πολιτικές στην Ευρώπη πρέπει να γίνεται στη βάση ενός ευρωπαϊκού κράτους, ενός συστήματος σαν της Αμερικής, ή στη βάση της συνεργασίας μεταξύ εκλεγμένων κυβερνήσεων. «Αλλά να παραιτηθείς από τη δική σου κυβέρνηση χωρίς να έχεις εκλέξει εναλλακτική σημαίνει να θυσιάσεις τη βασική αρχή στην οποία πρέπει να βασίζονται οι σύγχρονες κυβερνήσεις, δηλαδή να κυβερνούν με τη συναίνεση των πολιτών τους οποίους κυβερνούν».

Αυτοί οι μη εκλεγμένοι αξιωματούχοι που ορίζουν τις πολιτικές εξελίξεις σήμερα στην Ευρώπη θεωρείται από πολλούς πως υπηρετούν μεγάλα συμφέροντα. Ο Τόνι Μπεν έχει αντιμετωπίσει τα επιχειρηματικά συμφέροντα και από τη θέση του υπουργού Ενέργειας. Και είχε εκφράσει την άποψη ότι μπορούμε να τα αντιμετωπίσουμε. Όταν η IBM είχε προσπαθήσει να ακυρώσει τη υποτίμηση της στερλίνας, αυξάνοντας τις τιμές των προϊόντων της, εκείνος τους πίεσε, και αναγκάστηκαν να συνθηκολογήσουν. «Αλλά πρέπει να αγωνίζεσαι για τους ανθρώπους που εκλέγεις»…

Κατά τη διάρκεια της συζήτησης, επιμένω στις ερωτήσεις για την πολιτική της ΕΕ, και ειδικά το κομμάτι που αφορά στην Ελλάδα. Κι εκείνος επιμένει να εστιάζει σε ένα θέμα: τη δημοκρατία. «Αν ρωτάτε για τις επιμέρους πολιτικές, με κάποιες συμφωνώ, με κάποιες άλλες, όχι… Αλλά δεν ψήφισα γι’ αυτές. Δεν μπορώ να απομακρύνω εκείνους που την κυβερνούν. Και άρα, δεν θα τις αποδεχτώ. Είναι απλό, πρόκειται για ένα ερώτημα που αφορά στη δημοκρατία».

Στις 25 Οκτωβρίου του 1977, μετά από την αποτυχία της καμπάνιας του για το «όχι» στο βρετανικό δημοψήφισμα για είσοδο στην ΕΕ, ο Τόνι Μπεν έγραφε στο Ημερολόγιο του (κρατά συστηματικά Ημερολόγιο) ότι αντιπαθεί την ΕΟΚ γιατί είναι γραφειοκρατική και συγκεντρωτική και «φυσικά, κυριαρχείται από τη Γερμανία. Όλες οι χώρες της κοινής αγοράς εκτός από το Ηνωμένο Βασίλειο έχουν καταληφθεί από τη Γερμανία, και έχουν αυτό το σύνθετο συναίσθημα μίσους και υποταγής απέναντι στους Γερμανούς».

>Τον ρωτώ πώς αξιολογεί τον ρόλο της Γερμανίας στα ευρωπαϊκά πράγματα σήμερα.

«Η Γερμανία είναι μια πολύ ισχυρή χώρα στην Ευρώπη και διαδραματίζει έναν πολύ σημαντικό ρόλο λόγω της οικονομικής της δύναμης και της πολιτικής επιρροής. Αλλά δεν είμαι αντι-Γερμανός, είμαι απλώς υποστηρικτής της δημοκρατίας».

>Κάποτε είχε κατηγοριοποιήσει τους πολιτικούς σε ανεμοδείκτες και οδοδείκτες. Η καγκελάριος της Γερμανίας Άγκελα Μέρκελ σε ποια κατηγορία ανήκει; Είναι κάποια από τις δύο κατηγορίες κυρίαρχη στη σημερινή ευρωπαϊκή πολιτική σκηνή;

Δεν θα αναφερθεί σε συγκεκριμένα πρόσωπα. Διευκρινίζει ότι χρησιμοποίησε τον όρο για να περιγράψει την πολιτική υπόσταση των πολιτικών ανθρώπων και όχι κάποια απόφαση για το είδος διακυβέρνησης. «Ανεμοδείκτης είναι κάποιος που πάει στην κατεύθυνση που προχωρά η κοινή γνώμη. Ο οδοδείκτης έχει μια ξεκάθαρη θέση και, ανεξάρτητα με το αν θα κερδίσει ή θα χάσει, εξακολουθεί να “δείχνει” προς την ίδια κατεύθυνση…»

>Σε μια εποχή όμως όπως η σημερινή, που το σύστημα θέτει τεράστιους περιορισμούς στην ανεξάρτητη πρωτοβουλία, πόσο εύκολο είναι ένας πολιτικός να είναι οδοδείκτης; Οι περισσότεροι συμβιβάζονται όταν ανεβαίνουν στην εξουσία, με τη δικαιολογία ότι «πολιτική είναι η τέχνη του εφικτού».

«Ανεμοδείκτες και οδοδείκτες υπάρχουν σε όλα τα πολιτικά κόμματα. Αλλά εάν κάποιος θέλει να διαθέτει επιρροή, θεωρώ ότι πρέπει να εκπροσωπεί και να υποστηρίζει κάτι που πιστεύει. Σε αυτή τη συζήτηση, εγώ επιχειρηματολογώ υπέρ της δημοκρατίας και είμαι οδοδείκτης για τη δημοκρατία. Ακόμα και αν η κοινή γνώμη βρίσκεται προς κάποια άλλη κατεύθυνση, δεν επηρεάζομαι από αυτή, γιατί θεωρώ ότι πρόκειται για μια βασική αρχή που πρέπει να υιοθετηθεί».

Όπως είχε πει κάποτε, ανεμοδείκτες είναι κάποιοι που μπορεί να εγκαταλείψουν καθετί στο οποίο πιστεύουν για να αποκτήσουν εξουσία και στο τέλος να καταλήξουν κανείς να μην πιστεύει σε αυτούς… Μήπως, λοιπόν, γεμίσαμε «ανεμοδείκτες», και γι’ αυτό ενισχύθηκε η αντίληψη ότι «όλοι είναι ίδιοι»;

«Όλες οι διαδηλώσεις είναι έκφραση του ανθρώπινου δικαιώματός μας να διαδηλώνουμε, ως μέρος του δικαιώματός μας να διαμορφώνουμε την πολιτική. Είναι βασικό πολιτικό δικαίωμα». Ο Τόνι Μπεν είναι και πρόεδρος της Συμμαχίας Σταματήστε τον Πόλεμο.

«Όλες οι διαδηλώσεις είναι έκφραση του ανθρώπινου δικαιώματός μας να διαδηλώνουμε, ως μέρος του δικαιώματός μας να διαμορφώνουμε την πολιτική. Είναι βασικό πολιτικό δικαίωμα». Ο Τόνι Μπεν είναι και πρόεδρος της Συμμαχίας Σταματήστε τον Πόλεμο.

>Οι «εμπνευσμένοι» ηγέτες πάντως είναι μάλλον οδοδείκτες. Και επειδή σε αυτούς έχει αποδοθεί κατά καιρούς η πολιτική αλλαγή και επειδή στην Ελλάδα πολύ περιμένουν κάποιον «να τους σώσει», τον ρωτώ αν πιστεύει ότι η «σωτηρία» είναι θέμα «εμπνευσμένου» ηγέτη.

«Οι άνθρωποι μπορούν να ψηφίσουν οποιονδήποτε τους αρέσει. Κι αν ένας ηγέτης τους εμπνέει, έχουν δικαίωμα να τον ψηφίσουν. Κι έπειτα, να αντιμετωπίσουν τις συνέπειες της ψήφου τους. Κι αν διαφωνήσουν με κάποιον ο οποίος τους ενέπνεε, δεν μπορούν να κάνουν κάτι περισσότερο, δεν μπορούν να απαλλαγούν από αυτόν. Οπότε, αυτός πρέπει να εναρμονιστεί με στο σύστημα. Η πολιτική αφορά στους ανθρώπους, όχι σε μεμονωμένα άτομα στην κορυφή».

>Οπότε, η αλλαγή έρχεται από κάτω;

«Η πολιτική αλλαγή έρχεται όταν η κοινή γνώμη το επιθυμεί. Γι’ αυτό και η δουλειά σου στην πολιτική είναι να επηρεάζεις την κοινή γνώμη. Ο ηγέτης μπορεί να είναι σημαντικός γιατί μπορεί να επηρεάζει την κοινή γνώμη, αλλά αυτό συμβαίνει μόνο επειδή οι πολίτες το αποδέχονται. Αν δεν το αποδέχονται, δεν χρειάζεται να ακολουθήσουν».

>Μιλώντας για ηγέτες, κόμματα και τη σχέση τους με την κοινή γνώμη, η συζήτηση έρχεται ξανά στην Ελλάδα. Στις τελευταίες εκλογές, ο Τόνι Μπεν είχε στείλει μήνυμα στους Έλληνες πολίτες, προτρέποντας «ψηφίστε ΣΥΡΙΖΑ, ψηφίστε για δημοκρατία».

«Οι Έλληνες κυβερνώνται τώρα από την Ευρώπη, δεν κυβερνούν τους εαυτούς τους. Είναι υποκείμενοι άνθρωποι που εξαναγκάζονται να ακολουθούν πολιτικές που τους επιβάλλονται από την ΕΕ. Οπότε, υποστήριξα το δικαίωμα των Ελλήνων να ψηφίζουν για τους εαυτούς τους αυτό που επιθυμούν», μου απαντά.

Σε μια αποστροφή του, αργότερα, θα επισήμαινε ότι «η δημοκρατία είναι ένα πολύ ευαίσθητο μέσο. Μπορεί να έρθει μόνο με τη συναίνεση των πολιτών, και κάποιες φορές χρειάζεται πολύς χρόνος για να κερδηθεί αυτή η συναίνεση»…

>Πώς κρίνει ότι η δημόσια συζήτηση στην Ελλάδα συχνά επικεντρώνεται στο δίλημμα «ευρώ ή δραχμή»;

«Είμαι υπέρ κάθε δημόσιας συζήτησης και διαλόγου. Αλλά η απόφαση στο τέλος θα πρέπει να ληφθεί από μια εκλεγμένη κυβέρνηση και από κανέναν άλλον».

>Στην Ελλάδα, η δημόσια συζήτηση δεν περιλαμβάνει το ζήτημα της δικαιοσύνης, ένα ζήτημα που προσπαθούν να εισάγουν όσοι πλήττονται, συχνά διαδηλώνοντας. Οι κυβερνήσεις όμως των Μνημονίων στην Ελλάδα αύξησαν την αστυνομική καταστολή, την ίδια στιγμή που στην Ισπανία προωθείται νόμος που προβλέπει πρόστιμο 30.000-600.000 ευρώ για διαδηλώσεις που πραγματοποιούνται χωρίς τη συναίνεση των αρχών. Πού βρίσκονται τα όρια νόμιμου και παράνομου σε μια εποχή κρίσης;

«Θεωρώ ότι όλες οι διαδηλώσεις είναι έκφραση του ανθρώπινου δικαιώματός μας να διαδηλώνουμε, ως μέρος του δικαιώματός μας να διαμορφώνουμε την πολιτική», δηλώνει χωρίς περιστροφές. «Αν υπάρξει βία σε μια διαδήλωση, τότε μπορεί να απειληθεί η τάξη, αλλά οι διαδηλώσεις είναι βασικό πολιτικό δικαίωμα».

«Ανεμοδείκτες και οδοδείκτες υπάρχουν σε όλα τα πολιτικά κόμματα. Αλλά εάν κάποιος θέλει να διαθέτει επιρροή, θεωρώ ότι πρέπει να εκπροσωπεί και να υποστηρίζει κάτι που πιστεύει».

«Ανεμοδείκτες και οδοδείκτες υπάρχουν σε όλα τα πολιτικά κόμματα. Αλλά εάν κάποιος θέλει να διαθέτει επιρροή, θεωρώ ότι πρέπει να εκπροσωπεί και να υποστηρίζει κάτι που πιστεύει».

>Πολλοί είναι, όμως, οι πολίτες που έχουν περιπέσει σε πολιτική απάθεια. Όχι μόνο δεν αγωνίζονται, αλλά δεν πηγαίνουν καν να ψηφίσουν, γιατί δεν θεωρούν ότι η αλλαγή μπορεί πραγματικά να έρθει από την κάλπη. Πώς το σχολάζετε;

Ο τόνος της φωνής του γίνεται αυστηρός. «Όταν οι πολίτες δεν ψηφίζουν, παραιτούνται από τις ευθύνες που έχουν στο πλαίσιο μιας δημοκρατίας. Και παραχωρούν αυτό το δικαίωμα σε εκείνους που υποστηρίζουν ότι όποιον και να ψηφίσεις, δεν θα έχει διαφορά. Είναι ένας πολύ ισχυρός τρόπος να χρησιμοποιεί κανείς το επιχείρημα ότι δεν πρέπει να ψηφίζεις, οπότε αφήνεις τη δύναμη στα χέρια εκείνων που ήδη την έχουν. Το δικαίωμα ψήφου συνδέεται με την ελπίδα ότι αν ψηφίσεις, θα κατορθώσεις να παράγεις αποτέλεσμα».

>Οι πολίτες στην Ελλάδα έχουν βγει πολλές φορές στους δρόμους, ωστόσο, και η κατάσταση χειροτερεύει. Οι Έλληνες μοιάζουν να έχουν χάσει την ελπίδα τους. Τι θα τους συμβουλεύατε;

«Θεωρώ ότι όταν οι άνθρωποι παραιτούνται από την ελπίδα για αλλαγή, τότε παραιτούνται και από την ικανότητά τους να αλλάξουν τα πράγματα. Η ελπίδα είναι η πιο ισχυρή δύναμη στην πολιτική. Κι ελπίδα δεν σημαίνει ότι τα πράγματα θα έρθουν μια χαρά οτιδήποτε κι αν κάνεις. Ελπίδα σημαίνει ότι αν αγωνιστείς, μπορείς να πετύχεις. Και η ιστορία βρίθει παραδειγμάτων από αγώνες που πέτυχαν γιατί οι άνθρωποι κρατούσαν ζωντανή την ελπίδα ότι τα πράγματα μπορούν να αλλάξουν…»

>Έχουν πείσει όμως τους πολίτες ότι η σημερινή πολιτική είναι μονόδρομος…

«Η ιστορία, όπως είπα, βρίθει παραδειγμάτων επιτυχημένων αγώνων. Για παράδειγμα, η απο-αποικιοποίηση της Βρετανικής Αυτοκρατορίας. Όταν γεννήθηκα, η Βρετανία κυβερνούσε ένα μεγάλο μέρος του κόσμου: την Ινδία, το Πακιστάν και άλλες χώρες. Και αυτές οι χώρες απελευθερώθηκαν γιατί είπαν ότι μπορούν να το κάνουν. Αυτό έδωσε στην Ινδία και το Πακιστάν το δικαίωμα στην αυτοδιάθεση και απελευθέρωσε κι εμάς από την “προσφορά” πολέμου, τη δύναμη που είχαμε να τους κυβερνάμε. Μπορώ να σκεφτώ τόσα πολλά παραδείγματα. Άλλο ένα είναι η κατάργηση της θανατικής ποινής…»

>Οπότε, η αλλαγή θα έρθει από ένα κίνημα;

«Εάν ένα κίνημα μπορεί να πείσει την κοινή γνώμη για το δίκαιο των αιτημάτων του, τότε το κίνημα καθίσταται προοδευτικό και, εάν κερδίσει τις εκλογές, τότε μπορεί να κυβερνήσει σωστά. Αλλά αν κυβερνάστε από την Ευρώπη, τότε οτιδήποτε κι αν κάνετε στην Ελλάδα, δεν το αλλάζετε, οπότε περιμένουν να υπακούτε, κι αυτό είναι θεμελιωδώς αντιδημοκρατικό».

>Το σημαντικό, λοιπόν, είναι να φέρουμε τη δημοκρατία στην Ευρώπη.

«Νομίζω ότι η Ευρώπη πρέπει να είναι δημοκρατική αν είναι να επιτύχει…»

Διασχίζοντας σχεδόν ολόκληρο τον 20ο αιώνα και έχοντας διαβεί το κατώφλι του 21ου, ο Τόνι Μπεν έχει αφήσει αδιαμφισβήτητα το αποτύπωμά του στην παγκόσμια ιστορία. Έχοντας ο ίδιος πολεμήσει στον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο, και μάλιστα έχοντας χάσει έναν αδελφό σε αυτόν, εξελίχθηκε σε δραστήριο μέλος του αντιπολεμικού κινήματος. Καταφέρθηκε μάλιστα με δριμύτητα και εναντίον του Τόνι Μπλερ (Εργατικοί) για την υποστήριξη του πολέμου στο Ιράκ. Αναρωτιέμαι αν, ατενίζοντας τους αιώνες, θεωρεί ότι υπάρχει κάτι χειρότερο από μια ένοπλη σύρραξη.

«Εάν οι άνθρωποι νιώθουν ότι δέχονται επίθεση, θα αντιδράσουν», θα μου πει. «Φυσικά, βέβαια, οι πόλεμοι κυριάρχησαν όταν κάποιες χώρες επιχείρησαν να επεκτείνουν την κυριαρχία τους σε άλλες για να τις ελέγξουν. Αυτό είναι θεμελιωδώς αντιδημοκρατικό, κι έπειτα προκύπτουν πόλεμοι για απελευθέρωση. Και οι απελευθερωτικοί πόλεμοι είναι πόλεμοι για τη δημοκρατία. Ανέκαθεν υποστήριζα το αντι-αποικιακό κίνημα. Νομίζω ότι ο καλύτερος τρόπος να οργανώνει κανείς τον κόσμο είναι να απορρίπτει τον πόλεμο, γιατί αυτός… καταστρέφει τη ζωή, καταστρέφει περιουσίες, και είναι ιδιαίτερα καταστροφικός όταν διεξάγεται με πυρηνικά όπλα. Ο πόλεμος μπορεί να αφανίσει το ανθρώπινο γένος. Πρέπει υποστηρίζουμε πολύ σθεναρά την ειρήνη».

Έκανε πρόταση γάμου στη σύζυγό του Καρολάιν (πέθανε πριν 13 χρόνια) εννέα μόλις ημέρες μετά τη γνωριμία τους (!) σε ένα παγκάκι στην Οξφόρδη όπου σπούδαζαν. Αργότερα, θα αγόραζε έναντι δέκα στερλίνων αυτό το παγκάκι από την εκκλησία στην οποία ανήκε, για να το τοποθετήσει στη μικρή αυλή του σπιτιού του...

Έκανε πρόταση γάμου στη σύζυγό του Καρολάιν (πέθανε πριν 13 χρόνια) εννέα μόλις ημέρες μετά τη γνωριμία τους (!) σε ένα παγκάκι στην Οξφόρδη όπου σπούδαζαν. Αργότερα, θα αγόραζε έναντι δέκα στερλίνων αυτό το παγκάκι από την εκκλησία στην οποία ανήκε, για να το τοποθετήσει στη μικρή αυλή του σπιτιού του…

Και καθώς η συζήτηση με τον Τόνι Μπεν φθάνει στο τέλος της, ξεπερνώ έναν αρχικό δισταγμό, για να σχολιάσω κάτι από την προσωπική του ζωή. Διαβάζοντας, κατά την προετοιμασία της συνέντευξης, στάθηκα με έκπληξη σε ένα σημείο: ο Τόνι Μπεν έκανε πρόταση γάμου στη γυναίκα του Καρολάιν εννέα μόλις ημέρες μετά τη γνωριμία τους (!) σε ένα παγκάκι στην Οξφόρδη όπου σπούδαζαν. Αργότερα, θα αγόραζε έναντι δέκα στερλίνων αυτό το παγκάκι από την εκκλησία στην οποία ανήκε, για να το τοποθετήσει στη μικρή αυλή του σπιτιού του. Η σύζυγός του πέθανε πριν δεκατρία χρόνια.

>Η όλη σας στάση, κατά τη γνώμη μου, φανερώνει έναν άνθρωπο που παίρνει αποφάσεις με την καρδιά του. Θεωρείτε ότι πρόκειται για μια ποιότητα που συνδέεται με το να διαθέτει κάποιος και υψηλό αίσθημα δικαιοσύνης;

«Όλοι φθάνουν στα πολιτικά τους συμπεράσματα στη βάση της δικής τους κρίσης. Προσπαθώ να ακολουθώ τους κανόνες της δικαιοσύνης. Όταν θεωρώ ότι οι άνθρωποι αδικούνται, θα αγωνιστώ γι’ αυτούς. Σήμερα, βέβαια, δεν έχουμε παγκόσμια κυβέρνηση, αν και ο ΟΗΕ συστάθηκε ως παγκόσμια κυβέρνηση και έχει ένα πολύ σπουδαιότερο ρόλο στην επίλυση διεθνών διενέξεων».

Τον ευχαριστώ θερμά. Μου ζητά να του ταχυδρομήσω το τεύχος του περιοδικού με τη συνέντευξη. Φυσικά.

Όταν πεθάνει -έχει πει- θέλει να γράψουν στον τάφο του, κάτι όμορφο, όπως: «Τόνι Μπεν: Μας ενθάρρυνε». Πώς λοιπόν, να μην κρατήσω ως κατακλείδα, τη φράση του «η ελπίδα είναι η ισχυρότερη δύναμη στην πολιτική διαδικασία»; Εξάλλου, σύμφωνα με μια περίφημη ρήση του: «Πρώτα σε αγνοούν. Έπειτα λένε ότι είσαι τρελός, έπειτα επικίνδυνος, και έπειτα δεν μπορείς να βρεις κανέναν στην κορυφή που να μη λέει ότι δεν το σκέφτηκε πρώτος. Έτσι συμβαίνει η αλλαγή. Γι’ αυτό και όσο ζοφερά κι αν φαίνονται τα πράγματα, εξακολουθώ να πιστεύω ότι εάν οι άνθρωποι οργανωθούν και εάν οι δρόμοι ήταν γεμάτοι κόσμο που απαιτούσε διαφορετικές πολιτικές, τότε κάτι θα συνέβαινε…»

Νόαμ Τσόμσκι: «Η Ελλάδα, ανάμεσα στη Σκύλλα και τη Χάρυβδη»

leave a comment »

noam chomsky_preview
Συνέντευξη στη Δέσποινα Παπαγεωργίου [δημοσιεύτηκε στο περιοδικό Crash, τ. Μαρτίου 2013]

Συμβαίνει κάποτε -διόλου συχνά- η Ιστορία να αναγνωρίζει στα βήματα ενός ανθρώπου που βρίσκεται ακόμη εν ζωή μία από εκείνες τις σπουδαίες και συνάμα ευγενικές φυσιογνωμίες της. Γιατί στις σελίδες της δεν μνημονεύονται μόνο στρατηλάτες. Όσο κι αν φαίνεται ότι ο κόσμος προχωρεί κυρίως «με φωτιά και με μαχαίρι», θα έμενε στάσιμος αν η αλλαγή δεν ριχνόταν ως σπόρος στο μυαλό των ανθρώπων. Με άλλα λόγια, αν δεν υπήρχε Γαλλικός Διαφωτισμός, ίσως να μην υπήρχε Γαλλική Επανάσταση.

Σήμερα, ένας στοχαστής από την άλλη άκρη του Ατλαντικού αρχικά «ξεγελά» με τον χαμηλό και απόλυτα πράο τόνο της φωνής του. Ο λόγος και το έργο του, όμως, τον αναδεικνύουν όχι απλώς σε μια από τις ηχηρότερες φωνές, αλλά στο «μεγαλύτερο εν ζωή διανοούμενο του πλανήτη», σύμφωνα με τους «New York Times», «με όρους δύναμης, πεδίου έρευνας, καινοτομίας και επιρροής». Στον ίδιο, βέβαια, μάλλον δεν αρέσει ιδιαίτερα ο χαρακτηρισμός «διανοούμενος», γιατί θεωρεί ότι «η παράδοση των διανοουμένων είναι εκείνη της δουλικότητας απέναντι στην εξουσία», την οποία παράδοση αν ο ίδιος «δεν πρόδιδε, θα ντρεπόταν για τον εαυτό του». Και ίσως είναι ακριβώς επειδή την «πρόδωσε» που το όνομά του κατατασσόταν, ήδη πριν από μια δεκαετία, στην «παρέα» των «μεγάλων δέκα» με τις περισσότερες παραπομπές: Μαρξ, Λένιν, Σαίξπηρ, Αριστοτέλης, Βίβλος, Πλάτωνας, Φρόιντ, Τσόμσκι, Χέγκελ, Κικέρων…

«Σε μια εποχή παγκόσμιας ψευτιάς, το να λες την αλήθεια είναι μια επαναστατική πράξη», έγραφε ο Τζορτζ Όργουελ. Με την έννοια αυτή ο μεγάλος Αμερικανός γλωσσολόγος, φιλόσοφος και ακτιβιστής Νόαμ Τσόμσκι ασκεί διαρκώς, αδιαλείπτως και ακούραστα την επαναστατική πράξη και φροντίζει να φυτεύει το σπόρο της όπου μπορεί. Τι να πρωτοσυμπυκνώσει κανείς σε μερικές αράδες για έναν άνθρωπο που, εκτός από το ότι είναι πρωτοπόρος της γλωσσολογίας, έχει αφιερώσει όλη του τη ζωή στην υπεράσπιση των απανταχού αδικημένων του πλανήτη;

Ο Νόαμ Τσόμσκι ζει κατά κάποιο τρόπο «διπλή ζωή». Η μια του πλευρά είναι εκείνη του διάσημου γλωσσολόγου, καθηγητή στο τμήμα Φιλοσοφίας και Γλωσσολογίας του φημισμένου Τεχνολογικού Ινστιτούτου της Μασαχουσέτης (ΜΙΤ), όπου εργάζεται πάνω από μισό αιώνα. Ο Τσόμσκι άλλαξε άρδην την πορεία της γλωσσολογίας μετατρέποντάς τη σε αναζήτηση της ανθρώπινης γλωσσικής δυνατότητας. Έχει συγγράψει περίπου 40 βιβλία με αυτό το αντικείμενο.

Η άλλη του πλευρά, στην οποία κατά κύριο λόγο οφείλει την τεράστια δημοφιλία του, είναι εκείνη του φιλόσοφου και ακτιβιστή. Όποια πέτρα κι αν σηκώσεις σε περιοχές της υφηλίου όπου έχει κακοποιηθεί ο Άνθρωπος -στο Ιράκ, την Παλαιστίνη, τη Λατινική Αμερική, το Ανατολικό Τιμόρ, την Αϊτή, δεν έχει σημασία- θα βρεις από κάτω κάποιο βιβλίο του Τσόμσκι, από τα πάνω από 70 που έχει συγγράψει για πολιτικά και κοινωνικά θέματα ή -στη «χειρότερη»- κάποιο από τα αμέτρητα άρθρα του. Καμιά φορά, θα βρεις και τον ίδιο: ήταν μόλις τον Οκτώβριο του 2012, ενάμιση μήνα πριν κλείσει τα 84 χρόνια του, που ο Νόαμ Τσόμσκι κατάφερε επιτέλους να επισκεφθεί τη Γάζα, μια επίσκεψη που πολλές φορές φέρονται να είχαν αποτρέψει οι ισραηλινές αρχές. «Δεν αρέσουν στην ισραηλινή κυβέρνηση αυτά που λέω, γεγονός που την κατατάσσει στην ίδια κατηγορία με όλες τις άλλες κυβερνήσεις του κόσμου», είχε πει παλαιότερα.

Είναι χαρακτηριστικό ότι όταν κάποτε ο Νόαμ Τσόμσκι ερωτήθηκε πώς θα περιέγραφε την άλλη πλευρά του, τον μη γλωσσολόγο, απάντησε: «Άνθρωπο. Σημαντικά είναι τα ζητήματα που μετράνε για τους ανθρώπους. Δεν είναι έκπληξη το γεγονός ότι κάποιος ασχολείται με αυτά – το ερώτημα πρέπει να είναι γιατί δεν ασχολείται κανείς».

Σε αδρές γραμμές, ο βασικός στόχος της κριτικής του Νόαμ Τσόμσκι είναι η εξουσία: είτε αυτή παρουσιάζεται με τη μορφή του καπιταλισμού είτε με εκείνη των ΗΠΑ ως υπερδύναμης είτε με εκείνη των κυρίαρχων ΜΜΕ. «Είμαι αντίθετος στη συγκέντρωση εκτελεστικής εξουσίας οπουδήποτε», λέει. Θεωρεί ότι η Δύση εφαρμόζει το δόγμα «ελεύθερη αγορά για εσάς, προστατευτισμός για εμάς», κατηγορώντας τη ότι, εξάγοντας καπιταλισμό, απομυζεί τον πλούτο του υπόλοιπου πλανήτη.

Είναι ιδιαίτερα γνωστός ως εξαιρετικά δριμύς επικριτής της αμερικανικής εξωτερικής πολιτικής, γεγονός για το οποίο έχει δεχθεί και απειλές για τη ζωή του. Μάλιστα, στον ίδιο αρέσει να υπενθυμίζει ότι το σχόλιο των «Times» που ακολουθούσε εκείνο του «σημαντικότερου διανοουμένου» ήταν: «Αφού είναι έτσι, τότε πώς μπορεί να γράφει τόσο φριχτά πράγματα για την αμερικανική εξωτερική πολιτική;» Η δημόσια κριτική του θα ξεκινούσε την εποχή του Πολέμου στο Βιετνάμ, κι έκτοτε θα ηχούσε ακατάπαυστα σαν εκκωφαντική σειρήνα στα αφτιά της εκάστοτε αμερικανικής κυβέρνησης, αποδομώντας πέτρα την πέτρα την προπαγάνδα που επιχειρούσε να περάσει στο δημόσιο λόγο. Άλλωστε, η «αξία» ενός φιλοσόφου, όπως έλεγε ο Διογένης της Σινώπης, εξαρτάται από το πόσο ενοχλεί…

"Στην περίπτωση της Ελλάδας, το δημοκρατικό σύστημα έχει λίγο-πολύ θυσιαστεί στο βωμό της απόφασης, ή μάλλον του εξαναγκασμού, να ακολουθεί τις εντολές της τρόικας. Είτε λοιπόν το αποκαλείτε ολοκληρωτισμό είτε όχι, αυτό συνιστά κατάπτωση της δημοκρατίας", λέει ο Νόαμ Τσόμσκι.

«Στην περίπτωση της Ελλάδας, το δημοκρατικό σύστημα έχει λίγο-πολύ θυσιαστεί στο βωμό της απόφασης, ή μάλλον του εξαναγκασμού, να ακολουθεί τις εντολές της τρόικας. Είτε λοιπόν το αποκαλείτε ολοκληρωτισμό είτε όχι, αυτό συνιστά κατάπτωση της δημοκρατίας», λέει ο Νόαμ Τσόμσκι.

Ήμουν δεκαέξι όταν πρωτοδιάβασα Νόαμ Τσόμσκι. Κι όταν, λίγο αργότερα, εστίασα στα πολιτικά του κείμενα, τα στοιχεία που παρέθετε μου φαίνονταν αρχικά απλώς «απίστευτα»: μα ήταν δυνατόν να είναι τόσο απέραντα κυνικός τούτος ο κόσμος – και, αυτόν τον κυνισμό να επικρίνουν τόσο λίγοι; Διόλου περίεργο λοιπόν που η φωνή του Αμερικανού διανοητή κατά κανόνα δεν αναπαράγεται από τους διαύλους των κυρίαρχων ΜΜΕ. Και αυτά εξάλλου βρίσκονται στο στόχαστρο της κριτικής του, αφού «κατασκευάζουν συναίνεση για ένα ανάλγητο σύστημα εξουσίας. Οι παρεμβάσεις όμως του Τσόμσκι δημοσιεύονται στον ιστότοπο zcommunications.org -μέρος μιας αυτοδιαχειριζόμενης κοινότητας ακτιβιστών και ανθρώπων του πνεύματος, που αγωνίζεται για να κρατήσει ζωντανό «το πνεύμα της αντίστασης»- και αναπαράγονται διεθνώς από εναλλακτικά ΜΜΕ. Το γεγονός και μόνο του αποκλεισμού του από το κυρίαρχο σύστημα ενημέρωσης καθιστά ακόμα πιο εκπληκτικό το μέγεθος της παγκόσμιας επιρροής του.

Σε κάθε ομιλία του, συρρέουν πλήθη κόσμου. Το ίδιο είχε συμβεί και στη Φιλοσοφική Σχολή Αθηνών, όπου είχε μιλήσει το 2004, όταν αναγορεύθηκε επίτιμος διδάκτορας των τμημάτων Φιλοσοφίας-Παιδαγωγικής Ψυχολογίας και Φιλολογίας. Το ίδιο και στο Διεθνές Αντιεξουσιαστικό Φεστιβάλ (B-Fest) στην Αθήνα (Μάιος 2009), στο οποίο είχε μιλήσει μέσω Διαδικτύου.

Κι έτσι, βρέθηκα αντιμέτωπη με ένα δέος, το οποίο μοιάζει δύσκολο να αντιπαλέψει ή να διαχειριστεί κανείς: μια συνέντευξη με την κορυφή της διανόησης. Βαρύ το αναμέτρημα. Όπως ήταν φυσικό, το ραντεβού είχε κλειστεί με μεγάλη δυσκολία. Όταν είσαι ο Νόαμ Τσόμσκι, αναμενόμενο είναι να κατακλύζεται κάθε μέρα το ηλεκτρονικό σου ταχυδρομείο από εκατοντάδες, αν όχι χιλιάδες, μηνύματα. Εκείνο που δεν ήταν διόλου αναμενόμενο για εμένα ήταν πως σε όλα μου τα μηνύματα θα απαντούσε αυτοπροσώπως! Έπειτα από μακρόχρονη προσπάθεια, η συνέντευξη κλείστηκε στις αρχές Δεκεμβρίου 2012, όταν η βοηθός του, Μπεβ Στολ, έφτιαχνε το πρόγραμμά του για… την άνοιξη του 2013.

Ήταν 20 Φεβρουαρίου και στη Μασαχουσέτη ήταν 12 το μεσημέρι. Με είκοσι λεπτά καθυστέρηση, γιατί «ο καθηγητής Τσόμσκι τελειώνει τώρα μια άλλη συνέντευξη», ήρθε στο τηλέφωνο, ζητώντας μου «συγγνώμη που με έκανε να περιμένω»… Η ούτως ή άλλως χαμηλής έντασης φωνή του Νόαμ Τσόμσκι ακούγεται κάπως πιο εύθραυστη και πιο βραχνή σήμερα, σαν κουρασμένη απ’ το ταξίδι της από την άλλη άκρη του Ατλαντικού στην τηλεφωνική γραμμή του CRASH. Στην κάθε ερώτησή μου, αρχίζει να απαντά το επόμενο δευτερόλεπτο – χωρίς κενό χρόνου. Ο λόγος του ρέει απλός και κρυστάλλινος, άψογα δομημένος – σχεδόν σαν να διαβάζεις γραπτό του.

Ο Τσόμσκι είναι κινητή βιβλιοθήκη. Συλλέγει με μεθοδικότητα μέρμηγκα τις πληροφορίες του, ενώ αναφερόμενος στην τρέχουσα πολιτική πραγματικότητα, χρησιμοποιεί και επιχειρήματα που μπορεί να «κατεβάσει» από κάθε γωνιά της πολιτικής και οικονομικής ιστορίας του πλανήτη. Συνδυάζει τα στοιχεία σε μια αναλυτική συλλογιστική πορεία. Και με απλό τρόπο καθιστά προφανές ακόμα και το πιο σύνθετο θέμα. Καθ’ όλη τη διάρκεια της συζήτησης δεν θα χάσει στιγμή τον ειρμό της σκέψης του. Ακόμα κι όταν αφήνει το νήμα σε κάποιο σημείο, το πιάνει λίγο αργότερα ακριβώς από εκεί που το άφησε. Ο χρόνος δεν είναι πολύς. Και η συζήτηση αρχίζει από την κατάσταση στην Ελλάδα.

«Η δημοκρατία δέχεται επίθεση σχεδόν σε όλη τη Δύση: Το 70% των ανθρώπων που είναι χαμηλά στην κλίμακα εισοδήματος δεν έχει καμία επιρροή στην πολιτική. Το ελάχιστο ποσοστό στην κορυφή της κλίμακας παίρνει ό,τι θέλει. Αυτό είναι ριζικά ασυμβίβαστο με κάθε έννοια δημοκρατίας», υποστηρίζει ο Νόαμ Τσόμσκι. Εδώ, τοιχογραφία προς τιμήν του Νόαμ Τσόμσκι στη Φιλαδέλφεια, την ιδιαίτερη πατρίδα του. Διά χειρός Πίτερ Πάγκαστ.

«Η δημοκρατία δέχεται επίθεση σχεδόν σε όλη τη Δύση: Το 70% των
ανθρώπων που είναι χαμηλά στην κλίμακα εισοδήματος δεν έχει καμία επιρροή στην πολιτική. Το ελάχιστο ποσοστό στην κορυφή
της κλίμακας παίρνει ό,τι θέλει. Αυτό είναι ριζικά ασυμβίβαστο με κάθε
έννοια δημοκρατίας», υποστηρίζει ο Νόαμ Τσόμσκι. Εδώ, τοιχογραφία προς τιμήν του Νόαμ Τσόμσκι στη Φιλαδέλφεια, την ιδιαίτερη πατρίδα του. Διά χειρός Πίτερ Πάγκαστ.

>Η οικονομική και πολιτική ελίτ μάς λέει, εδώ στην Ελλάδα, ότι είμαστε ο μεγαλύτερος ασθενής από όλους και ότι πρέπει να ακολουθήσουμε τη συνταγή των «γιατρών» της τρόικας, για να μην πεθάνουμε. Καμία άλλη συνταγή δεν κάνει, μας λένε. Η «λύση» είναι στα χέρια των «γιατρών», δηλαδή των οικονομολόγων. Σε μια από τις συνεντεύξεις σας με τον Ντέιβιντ Μπαρσάμιαν, είχατε πει ότι γίνεται ολοένα και πιο δύσκολο να εντοπίσει κανείς διαφορά μεταξύ οικονομολόγων και γιατρών των ναζί. Θεωρείτε ότι η αναλογία μπορεί να έχει ισχύ και για την Ελλάδα σήμερα;

«Οποιαδήποτε κι αν είναι η αναλογία -δεν θυμάμαι ακριβώς το σχόλιο- οι “ιατρικές συνταγές” που δίνονται από την τρόικα είναι συνταγή καταστροφής. Η ιδέα να επιβάλεις λιτότητα σε περίοδο ύφεσης, όταν υπάρχει πρόβλημα χρέους, για παράδειγμα, ήταν προβλέψιμο ότι θα επιδείνωνε την κατάσταση. Και, όντως, την επιδείνωσε. Μάλιστα, από την τρόικα, το ΔΝΤ έχει υπαναχωρήσει κατά κάποιο τρόπο από τις συνταγές. Δεν είναι πολύς καιρός από τότε που το ΔΝΤ δημοσίευσε μια έρευνα στην οποία αναφερόταν σε περίπου 150 περιπτώσεις στις οποίες η λιτότητα είχε δοκιμαστεί σε περίοδο ύφεσης και πάντοτε προκαλεί καταστροφή. Βλέπετε το γιατί – δεν χρειάζεται να σας πω εγώ τι συμβαίνει στην Ελλάδα, την Ισπανία ή την Ιρλανδία. Αλλά αυτό ήταν το αναμενόμενο αποτέλεσμα- και ό,τι λίγο πολύ συνέβη.

Όσον αφορά στην Ελλάδα, υπάρχουν σίγουρα πολλά εσωτερικά προβλήματα: οι πλούσιοι δεν πληρώνουν φόρους, δεν έχουν ευθύνη, υπάρχει υπερβολική γραφειοκρατία και πολλά ακόμη. Αυτή τη στιγμή, όμως, η Ελλάδα βρίσκεται αντιμέτωπη με μια πολύ δύσκολη απόφαση. Βασικά, βρίσκεται μεταξύ Σκύλλας και Χάρυβδης. Κάθε επιλογή είναι υπερβολικά δύσκολη και διόλου ελκυστική.

Η μία επιλογή είναι [η Ελλάδα] να αποδεχτεί τους όρους που επιβάλλει η καθοδηγούμενη από τους Γερμανούς τρόικα, κάτι που πολύ πιθανόν θα συνεχίσει να επιδεινώνει την κατάσταση. Η άλλη επιλογή είναι η Ελλάδα να εξέλθει της ευρωζώνης, επιλογή που έχει τα θετικά και τα αρνητικά της, όπως έχουν επισημάνει πολλοί οικονομολόγοι. Ένα θετικό σε αυτή την περίπτωση είναι πως η Ελλάδα θα μπορεί να ελέγχει το νόμισμά της και να χρησιμοποιεί καθιερωμένες τεχνικές για την υπέρβαση σοβαρής κρίσης χρέους: μπορεί να υποτιμήσει το νόμισμά της και ουσιαστικά να βγει από τη σοβαρή ύφεση – με προβλήματα βέβαια στο εσωτερικό, αλλά τουλάχιστον είναι ένας τρόπος.

Ή μπορεί να αποκηρύξει το χρέος της, το εξωτερικό χρέος, με αναδιάρθρωση. Αυτό είναι κάτι που έγινε κατά τη διάρκεια αυτής της ύφεσης. Έγινε από την Ισλανδία, που αντιμετώπισε μια προκληθείσα από τις τράπεζες ύφεση, και ουσιαστικά ακύρωσε το χρέος της στη Βρετανία και την Ολλανδία, οι οποίες ήταν έξω φρενών αλλά δεν μπορούσαν να κάνουν και πολλά γι’ αυτό. Και η Ισλανδία ανέκαμψε σχετικά γρήγορα, δεν είναι άσχημο το ταξίδι της.

Μια άλλη πολύ σημαντική περίπτωση είναι η Αργεντινή του 2000. Η Αργεντινή ήταν το υποδειγματικό παιδί του ΔΝΤ, έκανε τα πάντα, ακολουθώντας ακριβώς τους κανόνες. Ένα υπέροχο υπόδειγμα, μόνο που κατέρρευσε ηχηρά, όπως συμβαίνει πάντα, και έστειλε τη χώρα σε βαθιά ύφεση».

Αργεντινή-Ελλάδα, δρόμοι παράλληλοι

«Εκείνη τη στιγμή, η Αργεντινή είχε σχεδόν τις ίδιες επιλογές με αυτές που έχει η Ελλάδα σήμερα», συνεχίζει ο Τσόμσκι. «Πρέπει να δεχθεί τους κανόνες της παγκόσμιας τραπεζικής κοινότητας, των διεθνών χρηματοπιστωτικών οργανισμών, τους κανόνες των οικονομολόγων και λοιπά, ή πρέπει να ακολουθήσει ένα δρόμο σαν κι αυτόν που πρόσφατα ακολούθησε η Ισλανδία, δηλαδή απλώς να αναδιαρθρώσει το χρέος – που σημαίνει να μην πληρώσει ένα μεγάλο του τμήμα- και να συνεχίσει με δικό της νόμισμα. [Η Αργεντινή] μπόρεσε να χρησιμοποιήσει το δικό της νόμισμα όταν αποσύνδεσε την ισοτιμία του από το δολάριο. Ύστερα από αυτή την απόφαση, ακολούθησαν τρεις ή τέσσερις μήνες ύφεσης, κι έπειτα η χώρα απογειώθηκε: είχε έναν από τους υψηλότερους ρυθμούς ανάπτυξης στη Λατινική Αμερική για μία δεκαετία. Όχι χωρίς προβλήματα, αλλά κατά βάση πολύ επιτυχημένη.

Δεν μπορεί κανείς να μεταφέρει αυτές τις αναλογίες στην Ελλάδα. Γιατί αν η Ελλάδα κινούνταν προς την κατεύθυνση της οικονομικής της ανεξαρτησίας, το οποίο θα σήμαινε να φύγει από την ευρωζώνη, θα έχανε επίσης και πολλά προνόμια που απορρέουν από τη συμμετοχή της στην ευρωζώνη και την ευρωπαϊκή κοινότητα. Οπότε, θεωρώ ότι πρόκειται για μια πραγματικά πολύ δύσκολη επιλογή. Αλλά οι προτάσεις της τρόικας -βασικά οι κλασικές προτάσεις που προωθούνται πολύ πιεστικά από την Bundesbank και τη Γερμανία, που έχει εκεί μια κυρίαρχη θέση- είναι εξαιρετικά επιζήμιες, κάτι που πολύ πιθανόν θα συνεχιστεί».

Η «διπλή ζωή» του Νόαμ Τσόμσκι: Από τη μια, πρωτοπόρος γλωσσολόγος που διδάσκει πάνω από μισό αιώνα στο φημισμένο Τεχνολογικό Ινστιτούτο της Μασαχουσέτης, από την άλλη φιλόσοφος και ακτιβιστής με επιρροή όσο λίγοι στην Ιστορία. «Οι δανειστές είναι εξίσου υπεύθυνοι με τους δανειζόμενους για τον ξέφρενο ανεύθυνο δανεισμό, πολιτική που οδήγησε στην ύφεση. Αυτό ισχύει και για την Ελλάδα», υποστηρίζει.

Η «διπλή ζωή» του Νόαμ Τσόμσκι: Από τη μια, πρωτοπόρος γλωσσολόγος που διδάσκει πάνω από μισό αιώνα στο φημισμένο Τεχνολογικό Ινστιτούτο της Μασαχουσέτης, από την άλλη φιλόσοφος
και ακτιβιστής με επιρροή όσο λίγοι στην Ιστορία. «Οι δανειστές είναι εξίσου υπεύθυνοι με τους δανειζόμενους για τον ξέφρενο ανεύθυνο δανεισμό, πολιτική που οδήγησε στην ύφεση. Αυτό ισχύει και για την Ελλάδα», υποστηρίζει.

>Στην Ελλάδα, η ανθρωπιστική καταστροφή επελαύνει και ταυτόχρονα το χρέος διογκώνεται. Αφού, λοιπόν, όχι μόνο το πρόβλημα του χρέους δεν λύνεται, αλλά δημιουργείται κι ένα ακόμη, ποιος μπορεί να είναι ο απώτερος σκοπός της τρόικας για να εμμένει σε αυτές τις συνταγές;

«Δεν είναι μόνον η Ελλάδα. Οι συνταγές αυτές είχαν το ίδιο αποτέλεσμα σχεδόν παντού. Και ήταν προβλέψιμο.

Ένα είδος ένδειξης για το τι μπορεί να βρίσκεται πίσω από αυτό δόθηκε από τον Μάριο Ντράγκι, τον επικεφαλής της ΕΚΤ, σε συνέντευξή του στη “Wall Street Journal”, περίπου ένα χρόνο πριν. Από τότε έχει κάνει κάποια βήματα σε μια προσπάθεια να ανακουφίσει από τις πιέσεις για δημοσιονομική αυστηρότητα, τουλάχιστον υπό τη μορφή οφέλους των τραπεζών. Αλλά αυτό που είπε στη “Wall Street Journal” -πολύ ειλικρινά- ήταν ότι “Το ευρωπαϊκό κοινωνικό συμβόλαιο είναι νεκρό. Το κράτος πρόνοιας έχει ουσιαστικά εξαλειφθεί”. Αυτό όμως, απλώς, δεν είναι αλήθεια. Οι χώρες του Βορρά, οι πιο πλούσιες χώρες του Βορρά, που έχουν το πιο εξελιγμένο και ανεπτυγμένο κράτος πρόνοιας, οι σοσιαλδημοκρατίες, τα πάνε μια χαρά. Είναι ο Νότος, οι σχετικά φτωχοποιημένες για τα ευρωπαϊκά δεδομένα χώρες, η περιφέρεια, που υποφέρει περισσότερο: Ελλάδα, Ισπανία, Πορτογαλία, Ιρλανδία και ίσως η Ιταλία ακολουθεί κατά πόδας, δεν γνωρίζουμε. Αλλά όταν [ο Ντράγκι] λέει “το κοινωνικό συμβόλαιο είναι νεκρό”, αυτό κάτι υποδηλώνει.

Φυσικά, το κοινωνικό συμβόλαιο ποτέ δεν άρεσε στις συγκεντρώσεις ιδιωτικού κεφαλαίου από τους πλουσίους, αλλά σίγουρα υπήρξε ένα από τα μεγαλύτερα επιτεύγματα που η Ευρώπη θεσμοθέτησε κι εφάρμοσε την περίοδο μετά τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο. Αναμφίβολα υπάρχουν δυνάμεις, οι δεξιές πλούσιες ισχυρές δυνάμεις της Ευρώπης, οι οποίες καθόλου δεν θα ενοχλούνταν αν [το κοινωνικό συμβόλαιο] διαλυόταν, αν αποδυναμωνόταν η εργασία, περικόπτονταν τα προνόμια και λοιπά. Για το εάν αυτός είναι ή δεν είναι στόχος, μόνο να υποθέτει κάποιος μπορεί. Αλλά είναι πολύ πιθανόν, τουλάχιστον εν μέρει, ως συνέπεια».

Η FED πιο «ανθρώπινη» από την ΕΚΤ

«Πραγματικά, οι πολιτικές της ΕΚΤ, κυρίως κάτω από την πίεση της Bundesbank, απλώς είναι ακατανόητες – κι αυτό δεν συνδέεται μόνο με τη σημερινή κρίση», συνεχίζει. «Μάλιστα, αν συγκρίνετε την Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα με την Κεντρική Τράπεζα των ΗΠΑ (FED), η FED φαντάζει σχετικά προοδευτική και ανθρωπιστική.

Η FED, βάσει νόμου, έχει δύο εντολές: η μία είναι να συγκρατεί τον πληθωρισμό για να μην ανεβεί πολύ. Αλλά δεν έχει θέσει “οροφή”, ένα επίπεδο δηλαδή στο οποίο αν φτάσει θα θεωρείται “πολύ υψηλός”. Είναι υποκείμενο σε απόφαση κάθε φορά. Και η δεύτερη εντολή της FED είναι να διατηρεί την απασχόληση. Η αλήθεια είναι ότι κυρίως ακολουθούν την πρώτη εντολή, αλλά όμως έχουν και τη δεύτερη – και, κατά καιρούς, κάποιες από τις ενέργειές τους καθορίζονται από αυτή.

Η ΕΚΤ δεν το έχει αυτό. Η μοναδική της αποστολή είναι να ελέγχει τον πληθωρισμό, για τον οποίο έχει καθορίσει ανώτατο όριο το 2%. Αυτό εξ ορισμού θα μπορούσε να χαρακτηριστεί καταστροφικό. Κατ’ αρχάς, σημαίνει ότι η διατήρηση της απασχόλησης δεν είναι καν πολιτικός στόχος.

Έπειτα, η ανελαστικότητα του ορίου του πληθωρισμού δεν βγάζει νόημα. Η κατάσταση στην Ευρώπη θα ήταν κατά πάσα πιθανότητα αρκετά καλύτερη εάν η Bundesbank και η ΕΚΤ αποδέχονταν ένα υψηλότερο όριο για τον πληθωρισμό. Υπάρχει πλήθος οικονομικών αποδείξεων που συντείνουν στο ότι θα μπορούσε κάλλιστα κάτι τέτοιο να λειτουργήσει ευεργετικά.

Η ανελαστικότητα όμως αυτή συνδέεται με τις ανησυχίες των χρηματοπιστωτικών οργανισμών. Ο πληθωρισμός δεν αρέσει στους χρηματοπιστωτικούς οργανισμούς. Ο πληθωρισμός έχει την τάση να είναι καλός για τους δανειζόμενους και κακός για τους δανειστές, για προφανείς λόγους. Κι εκείνοι επιθυμούν ένα σταθερό νόμισμα για να διατηρήσουν την ισχύ τους και έχουν ασκήσει μεγάλη εσωτερική επιρροή στην Ευρωπαϊκή Ένωση από την αρχή. Αλλά αυτά είναι κάποια μακροχρόνια προβλήματα, πέρα από τη σοβούσα ύφεση. Όσο αυτό δεν αλλάζει είναι δύσκολο να δούμε με ποιο τρόπο η Ευρώπη θα μπορέσει να εξέλθει από τη σημερινή επώδυνη κατάσταση. Η Ελλάδα υποφέρει περισσότερο, έπειτα η Ισπανία…»

Ο φιλόσοφος, ως δριμύς επικριτής της αμερικανικής εξωτερικής  πολιτικής, ο Νόαμ Τσόμσκι έχει υπάρξει άτεγκτος και όσον αφορά στο ρόλο των ΗΠΑ στη Μέση Ανατολή, και ιδιαίτερα στα κατεχόμενα παλαιστινιακά εδάφη.

Ο φιλόσοφος, ως δριμύς επικριτής της αμερικανικής εξωτερικής πολιτικής, ο Νόαμ Τσόμσκι έχει υπάρξει άτεγκτος και όσον αφορά στο ρόλο των ΗΠΑ στη Μέση Ανατολή, και ιδιαίτερα στα κατεχόμενα παλαιστινιακά εδάφη.

Η μυθολογία για τον Νότο 

«Υπάρχει πολλή μυθολογία γύρω από την Ελλάδα και την Ισπανία», συνεχίζει. «Για την Ισπανία, το δογματικό σύστημα ισχυριζόταν πως το πρόβλημα ήταν οι υπερβολικές δαπάνες για το κράτος πρόνοιας και τις παροχές. Αλλά αυτό δεν είναι ούτε κατά διάνοια ό,τι συνέβη. Μάλιστα, αν γυρίσουμε πίσω στο 2008, η κατάσταση του ελλείμματος του ισπανικού προϋπολογισμού ήταν αρκετά ευοίωνη, ενώ η χώρα είχε ένα μάλλον αδύναμο σύστημα παροχών. Ήταν οι τράπεζες που δημιούργησαν το πρόβλημα. Και οι τράπεζες περιλαμβάνουν και τις γερμανικές τράπεζες. Οι δανειστές είναι εξίσου υπεύθυνοι με τους δανειζόμενους για τον ξέφρενο ανεύθυνο δανεισμό, πολιτικές που οδήγησαν στην ύφεση. Αυτό έγινε και στην Ελλάδα.

Στην περίπτωση της Ελλάδας, μέρος της μυθολογίας ήταν “ε, οι Έλληνες απλώς δεν εργάζονται τόσο σκληρά όσο εμείς οι Γερμανοί”. Στην πραγματικότητα, ο φόρτος εργασίας στην Ελλάδα είναι σημαντικά υψηλότερος από ό,τι στη Γερμανία και τη Βόρεια Ευρώπη. Αλλά υπάρχουν εσωτερικά προβλήματα στην Ελλάδα, όπως αυτά που προανέφερα, τα οποία αναμφίβολα η Ελλάδα πρέπει να φροντίσει να λύσει.

Ένας κυνικός θα έλεγε ότι ίσως οι κινητήριες δυνάμεις επιθυμούν να ισχυροποιήσουν το ιδιωτικό και το χρηματοπιστωτικό κεφάλαιο, εις βάρος των εργαζομένων και του γενικού πληθυσμού, να συρρικνώσουν το σύστημα των κοινωνικών παροχών και λοιπά, ώστε το κοινωνικό συμβόλαιο να πεθάνει πραγματικά. Κάποιος λιγότερο κυνικός θα έλεγε “λοιπόν, απλώς πρόκειται για το αποτέλεσμα υπέρμετρα ανελαστικών πολιτικών, οι οποίες καθοδηγούν την οικονομική ζωή στην Ευρώπη από τότε που πρωτοϊδρύθηκε η Ένωση”. Οι αυστηροί περιορισμοί της ΕΚΤ μπορεί να μην έχουν τόσο αρνητικό αντίκτυπο σε περιόδους σχετικής ευημερίας, αλλά σε περιόδους ύφεσης αποδεικνύονται ιδιαίτερα επιζήμιες».

>Ένα άλλο ζήτημα που εγείρεται από την οικονομική κρίση -και την εφαρμοζόμενη πολιτική που υποτίθεται ότι έχει στόχο την επίλυση της κρίσης- είναι το ζήτημα της δημοκρατίας. Μία από τις πιο «μαύρες» περιόδους στην ελληνική ιστορία υπήρξε η χούντα του 1967. Υπάρχουν φωνές που ισχυρίζονται ότι η σημερινή κατάσταση στη χώρα αποκτά όλο και περισσότερες ομοιότητες με ένα ολοκληρωτικό καθεστώς. Εσείς τι πιστεύετε; Επιβιώνει ακόμα η δημοκρατία στην Ελλάδα;

«Όπως γνωρίζετε, η ελληνική οικονομία έχει καταληφθεί από ξένους τεχνοκράτες. Είναι εκείνοι που λαμβάνουν τις οικονομικές αποφάσεις. Αυτό είναι ασυμβίβαστο με κάθε ουσιαστική έννοια δημοκρατίας. Αλλά πρέπει να έχετε υπόψη ότι η δημοκρατία δέχεται επίθεση στο μεγαλύτερο μέρος του δυτικού κόσμου. Πάρτε για παράδειγμα τις Ηνωμένες Πολιτείες, οι οποίες δεν βρίσκονται σε τόσο δεινή κατάσταση όσο σίγουρα βρίσκεται η Ελλάδα και η Ευρώπη γενικά, και παρ’ όλ’ αυτά υπάρχει μεγάλη επίθεση στη δημοκρατία.

Η δύναμη για τη λήψη αποφάσεων είναι συγκεντρωμένη σε πολύ στενό πλαίσιο. Η κοινή γνώμη μελετάται σχετικά αποτελεσματικά από σοβαρές έρευνες της πολιτικής επιστήμης – είναι ένα από τα βασικά τους θέματα. Και πρόκειται για κάτι που δεν είναι δύσκολο να μελετηθεί, αν και η κοινωνία γίνεται αντικείμενο δημοσκοπήσεων πάρα πολύ συχνά και οι πολίτες ερωτώνται τι πιστεύουν. Και το γενικό συμπέρασμα είναι ότι το 70% του πληθυσμού, αυτό το 70% που βρίσκεται χαμηλότερα στην κλίμακα εισοδήματος-πλούτου, δεν έχει καμία επιρροή στην πολιτική, δεν έχει σημασία τι πιστεύουν. Και όσο ανεβαίνει κανείς σε αυτή την κλίμακα, διαπιστώνει ότι αυξάνεται η επιρροή. Όταν φθάνει στο εξαιρετικά μικρό ποσοστό της κορυφής, αυτοί παίρνουν ό,τι θέλουν. Λοιπόν, αυτό είναι ριζικά ασυμβίβαστο με οποιαδήποτε έννοια δημοκρατίας μπορεί κανείς να φανταστεί. Και διαπιστώνεται συχνά σε πολιτικά ζητήματα.

Για παράδειγμα, πάρτε τη σημερινή ύφεση. Για τους πολίτες, το πιο σημαντικό ζήτημα που πρέπει να αντιμετωπιστεί είναι η έλλειψη θέσεων εργασίας. Για τις τράπεζες και τα χρηματοπιστωτικά ινστιτούτα, το πιο σημαντικό ζήτημα που πρέπει να αντιμετωπιστεί είναι το έλλειμμα – και είναι σημαντικό, για τους λόγους που προανέφερα. Δεν υπάρχει ένδειξη για πληθωρισμό – για την ακρίβεια, το αντίθετο μάλλον συμβαίνει. Αλλά δεν θέλουν να το αποδεχτούν. Οπότε, οι χρηματοοικονομικές αγορές μας πληροφορούν ξεκάθαρα ότι δεν θεωρούν πως υπάρχει απειλή πληθωρισμού και γι’ αυτό υπάρχει υψηλή επένδυση σε μακροπρόθεσμα χρεόγραφα διαθεσίμων που έχουν πολύ μικρή απόδοση. Αλλά η ιδέα ότι κάποια μέρα στο μακροπρόθεσμο μέλλον μπορεί να υπάρξει πληθωρισμός δεν αρέσει στις τράπεζες και τα χρηματοπιστωτικά ινστιτούτα, οπότε θέλουν να μειώσουν το έλλειμμα.

Η μείωση του ελλείμματος θα οξύνει το πρόβλημα της ανεργίας γιατί τα τρέχοντα ελλείμματα είναι από τις ελάχιστες πηγές ζήτησης όταν το ιδιωτικό κεφάλαιο που ευημερεί (ρίξτε μια ματιά στο χρηματιστήριο, τα κέρδη των επιχειρήσεων, τα κέρδη των τραπεζών, πάνε μια χαρά) δεν θέλει να επενδύσει γιατί δεν υπάρχει ζήτηση, οπότε αυτό πρέπει να το κάνει η κυβέρνηση. Η μείωση του ελλείμματος θα επιδεινώσει την κατάσταση.

[Το έλλειμμα] για το ευρύ κοινό δεν συνιστά μείζον ζήτημα. Η ανεργία συνιστά μείζον ζήτημα. Αλλά παρακολουθήστε τα πολιτικά ντιμπέιτ: έχουν ως θέμα το έλλειμμα. Οι ΗΠΑ βρίσκονται κοντά σε κρίση και εμείς επίσης [σ.σ.: στις ΗΠΑ] ακούμε για τις αυτόματες περικοπές (sequester), δηλαδή για περικοπή των κρατικών δαπανών, εκτός αν γίνει κάτι με το έλλειμμα. Αλλά αυτό δεν είναι το αίτημα των πολιτών, είναι το αίτημα των χρηματοπιστωτικών ινστιτούτων. Και το γεγονός ότι αυτό διαστρεβλώνεται τόσο ριζικά δείχνει, εκτός από το ότι οι πολίτες έχουν δίκιο για την οικονομία, ότι υπάρχει ραγδαία κατάπτωση της δημοκρατικής λειτουργίας. Παρόμοια παραδείγματα υπάρχουν και αλλού.

Οπότε, ναι, στην περίπτωση της Ελλάδας, το δημοκρατικό σύστημα έχει λίγο-πολύ θυσιαστεί στο βωμό της απόφασης -ή μάλλον του εξαναγκασμού- να ακολουθεί τις εντολές της τρόικας, κάτι που μεταφέρει τη λήψη αποφάσεων εκτός Ελλάδας. Αυτό λοιπόν συνιστά -είτε σας αρέσει να το αποκαλείτε ολοκληρωτικό είτε όχι- κατάπτωση της δημοκρατίας».

"Η πραγματική νομιμότητα ταυτίζεται με την επιδίωξη της δικαιοσύνης. Ένας από τους παράγοντες που καθορίζουν αν μια κυβέρνηση είναι νόμιμη είναι αν διατηρεί τη δέσμευση για δικαιοσύνη", λέει ο Νόαμ Τσόμσκι.

«Η πραγματική νομιμότητα ταυτίζεται με την επιδίωξη της
δικαιοσύνης. Ένας από τους παράγοντες που καθορίζουν αν μια
κυβέρνηση είναι νόμιμη είναι αν διατηρεί τη δέσμευση για δικαιοσύνη», λέει ο Νόαμ Τσόμσκι.

>Ένα ζήτημα που συνδέεται είναι πως στη χώρα, από την υπογραφή του μνημονίου κι εφεξής, καταγράφεται υπέρμετρη χρήση βίας από την αστυνομία, ενώ έχουν καταγγελθεί και βασανιστήρια σε συλληφθέντες. Την ίδια στιγμή η κυβέρνηση έχει ρίξει στο τραπέζι ακόμα και την ψήφιση νόμου που επί της ουσίας θα καταργεί τις απεργίες. Αυτά είναι μόνο μερικά από τα πολλά που συμβαίνουν. Η κυβέρνηση ισχυρίζεται πως απλώς τηρεί το νόμο και την τάξη. Το νόμιμο είναι πάντα και δίκαιο; Και ποια η θέση των πολιτών στην περίπτωση που αυτά τα δύο δεν συμβαδίζουν;

«Εξαρτάται από το τι εννοείτε όταν λέτε “νόμιμο”. Η πραγματική νομιμότητα ταυτίζεται με την επιδίωξη της δικαιοσύνης. Ένας από τους παράγοντες που καθορίζουν αν μια κυβέρνηση είναι νόμιμη είναι αν διατηρεί τη δέσμευση για δικαιοσύνη. Αυτό που περιγράφετε είναι υπερβολικά θλιβερό και καθόλου ασυνήθιστο. Όταν μια κοινωνία βρίσκεται υπό μεγάλη ένταση, πίεση και διάλυση, όταν οι άνθρωποι χάνουν τα σπίτια τους, δεν έχουν να φάνε, δεν βρίσκουν δουλειές και λοιπά, η κατάσταση επιδεινώνεται. [Η κοινωνία τότε] συχνά έχει να αντιμετωπίσει δυσάρεστους κινδύνους και αυτό που δεν πρέπει να είναι ανεκτό, είναι η προσφυγή στη βία ή την καταπίεση και η αποδιοργάνωση. Αυτά συνήθως πάνε μαζί».

Ένα από τα θέματα με τα οποία έχει ασχοληθεί ο Νόαμ Τσόμσκι είναι το πώς στη σημερινή εποχή «κατασκευάζεται συναίνεση» για την εφαρμοζόμενη πολιτική. Το σκεπτικό είναι πως στις δημοκρατικές κοινωνίες, όπου το κράτος δεν μπορεί να ελέγξει τη συμπεριφορά με τη βία, πρέπει να ελέγξει τη σκέψη. «Ένας από τους τρόπους να ελέγχεις τι σκέπτονται οι άνθρωποι είναι να δημιουργείς την αίσθηση ότι ο διάλογος που διεξάγεται οφείλει να παραμένει μέσα σε πολύ στενά πλαίσια. Δηλαδή, πρέπει να εξασφαλίσεις και από τις δύο πλευρές που συμμετέχουν στο διάλογο ότι αποδέχονται ορισμένες προϋποθέσεις οι οποίες τελικά αποδεικνύεται ότι είναι το σύστημα προπαγάνδας. Για όσο καιρό αποδέχονται όλοι το σύστημα προπαγάνδας, τότε ο διάλογος μπορεί να διεξάγεται», είχε πει ο Νόαμ Τσόμσκι. Ως χαρακτηριστικό παράδειγμα, ανέφερε ότι η συζήτηση στις ΗΠΑ για τον Πόλεμο στο Βιετνάμ αποδεχόταν τη βασική θέση: «Έχουμε δικαίωμα να επιτιθέμεθα στο Ν. Βιετνάμ». Τα «περιστέρια» (οι μετριοπαθείς) υποστήριζαν πως «ακόμα κι αν επιμείνουμε, ίσως να μην μπορέσουμε να νικήσουμε, ίσως να σκοτωθούν πολλοί», ενώ τα «γεράκια» (οι σκληροπυρηνικοί) έλεγαν: «Έχουμε το δικαίωμα να επιτιθέμεθα στο Βιετνάμ». Κανείς δεν έλεγε: «Αυτός ο πόλεμος είναι λάθος», «αυτή η επιθετικότητα είναι εγκληματική». Με αυτές τις σκέψεις, διατυπώνω το ερώτημα:

>Αν οι πολίτες όμως υπακούουν στη συγκεκριμένη πολιτική, τότε σημαίνει ότι η ελίτ μπορεί ακόμα να «κατασκευάζει συναίνεση». Πώς μπορεί να το κατορθώνει όταν η φτώχεια και η πείνα εξαπλώνονται ραγδαία;

«Μπορεί να προσπαθούν να κατασκευάσουν συναίνεση, είναι, όμως, άλλο ζήτημα αν το καταφέρνουν. Οι πολίτες δεν συμφωνούν απαραίτητα με αυτό – και μάλλον δεν συμφωνούν. Το πρόβλημα όμως που αντιμετωπίζουν είναι ότι υπάρχουν επιλογές, αλλά είναι και οι δύο πολύ σκληρές. Και το ερώτημα είναι: ποια διαλέγεις; Δεν είναι εύκολη θέση για να βρίσκεται κανείς».

Σε αυτό το σημείο, μου λέει ότι πρέπει να κλείσει «γιατί τον περιμένει κι άλλη συνέντευξη». Τον ρωτώ αν μπορώ να έχω ένα ακόμη από τα πολύτιμα λεπτά του. Δεν αρνείται.

Σε παλαιότερο άρθρο του, που τελικά ποτέ δεν δημοσιεύθηκε στη «Washington Post» για την οποία προοριζόταν, έγραφε ότι το κίνημα των Ινδιάνων αγροτών στην επαρχία Τσιάπας του Μεξικού είναι «μόνο μία από τις έτοιμες να εκραγούν ωρολογιακές βόμβες». Τον ρωτώ:

«Ποιο θα είναι το μέγεθος και η επιρροή των σημερινών λαϊκών κινημάτων κανείς δεν μπορεί να προβλέψει. Όπως κανείς δεν μπορούσε να προβλέψει πριν από δεκαπέντε χρόνια ότι η Λατινική Αμερική για πρώτη φορά μέσα σε κυριολεκτικά 500 χρόνια θα απελευθερωνόταν από την ιμπεριαλιστική κυριαρχία. Αλλά το κατόρθωσε, σε μεγάλο βαθμό. Και μπορεί να συμβεί και αλλού», λέει ο Νόαμ Τσόμσκι.

«Ποιο θα είναι το μέγεθος και η επιρροή των σημερινών λαϊκών κινημάτων κανείς δεν μπορεί να προβλέψει. Όπως κανείς δεν μπορούσε να προβλέψει πριν από δεκαπέντε χρόνια ότι η Λατινική Αμερική για πρώτη φορά μέσα σε κυριολεκτικά 500 χρόνια θα απελευθερωνόταν από την ιμπεριαλιστική κυριαρχία. Αλλά το κατόρθωσε, σε μεγάλο βαθμό. Και μπορεί να συμβεί και αλλού», λέει ο Νόαμ Τσόμσκι.

>Σήμερα, πού βλέπετε «ωρολογιακές βόμβες» υπό τη μορφή κινημάτων, έτοιμες να «εκραγούν»;

«Λαϊκά κινήματα αναπτύσσονται διεθνώς ως μορφή αντίστασης στις πολιτικές που διαμορφώνονται κι εφαρμόζονται σήμερα, και γενικότερα ως αντίδραση στη νεοφιλελεύθερη πολιτική που έχει επιβληθεί σε διάφορες μορφές στο μεγαλύτερο μέρος του κόσμου, για μια ολόκληρη γενιά. Σήμερα, η αντίσταση είναι παντού. Η νεοφιλελεύθερη πολιτική έχει υπάρξει επιζήμια σχεδόν για όλους τους λαούς – είτε πρόκειται για πλούσιες χώρες όπως οι ΗΠΑ είτε για φτωχές όπως η Ελλάδα ή εκείνες της Λατινικής Αμερικής. Και η αντίσταση σε αυτή είναι μέχρι σήμερα πολύ ουσιαστική.

Το πιο εντυπωσιακό παράδειγμα προέκυψε πριν από μερικές ημέρες. Παρουσιάστηκε μια μελέτη για τις χώρες που συμμετείχαν στο διεθνές πρόγραμμα βασανιστηρίων των Ηνωμένων Πολιτειών, που το ονομάζουν “παράδοση” (rendition), δηλαδή αποστολή υπόπτων σε χώρες όπου θα βασανιστούν. Διαπιστώθηκε λοιπόν ότι σε αυτό το πρόγραμμα συμμετείχαν 54 χώρες, περιλαμβανομένου του μεγαλύτερου μέρους της Ευρώπης και σχεδόν ολόκληρο τον υπόλοιπο κόσμο. Υπήρχε μία εξαίρεση. Κοιτάξτε στο χάρτη τις χώρες που συμμετείχαν. Υπήρχε μια συγκλονιστική εξαίρεση: η Λατινική Αμερική. Αυτό λοιπόν είναι ιδιαίτερα εντυπωσιακό.

Σε όλη την ιστορία, η Λατινική Αμερική ήταν ουσιαστικά στο τσεπάκι των ιμπεριαλιστικών δυνάμεων, τον τελευταίο αιώνα σε αυτό των ΗΠΑ. Αποκαλούνταν η “έμπιστη της πίσω αυλής”, οι “κάνουν ό,τι λέμε εμείς”. Λοιπόν, τώρα, αυτή είναι η μοναδική περιοχή του πλανήτη που αρνείται να συμμετάσχει. Και αυτό είναι ένα συγκλονιστικό γεγονός. Και αποτελεί το επιστέγασμα του ότι την τελευταία δεκαετία η Λατινική Αμερική ηγείται του αγώνα κατά του νεοφιλελευθερισμού. Για την ακρίβεια, σχεδόν έβγαλε τον εαυτό της απ’ έξω. Η Αργεντινή, για παράδειγμα, την οποία ανέφερα προηγουμένως, αλλά και άλλες χώρες. Σήμερα, η Λατινική Αμερική έχει γίνει ουσιαστικά ανεξάρτητη.

Η Αραβική Άνοιξη: σε μεγάλο μέρος της ήταν εξέγερση κατά του νεοφιλελευθερισμού, με τις τόσο σκληρές συνέπειές του, από τον οποίο επωφελούνταν μόνο μια πλούσια ελίτ και η πλειοψηφία του πληθυσμού ζημιωνόταν. Και, πρόσφατα, ως αντίδραση στην ύφεση, συμβαίνει παντού: Οι Indignados στην Ισπανία, το κίνημα Occupy Wall Street στις ΗΠΑ, που εξαπλώθηκε κι αλλού, και πολλά ακόμα. Και στην Ελλάδα βέβαια, όπως γνωρίζετε.

Ποιο θα είναι το μέγεθος και η επιρροή των κινημάτων αυτών κανείς δεν μπορεί να προβλέψει. Όπως κανείς δεν μπορούσε να προβλέψει πριν από δεκαπέντε χρόνια ότι η Λατινική Αμερική για πρώτη φορά μέσα σε κυριολεκτικά 500 χρόνια θα απελευθερωνόταν από την ιμπεριαλιστική κυριαρχία. Αλλά το κατόρθωσε, σε μεγάλο βαθμό. Και μπορεί να συμβεί και αλλού».

Όταν μιλά για τη Λατινική Αμερική, ο τόνος του διαφοροποιείται, η φωνή του γίνεται πιο δυνατή, ξάφνου «πατά» καλύτερα στις νότες, χάνει κάθε ίχνος βραχνάδας και διαφαινόμενης κούρασης. Ο Νόαμ Τσόμσκι λέει ουσιαστικά πως αυτό που κάποτε έμοιαζε ουτοπία, σήμερα είναι πραγματικότητα. Κι ο λόγος που οι κυνικοί κάποτε χάνουν τη μάχη είναι γιατί υποτιμούν τη δύναμη μιας ιδέας να πραγματωθεί όταν ένας ικανός αριθμός ανθρώπων πιστέψει σε αυτή.

Κλείνω το τηλέφωνο και, σε υπερένταση ακόμα, σκέφτομαι πως, σύμφωνα με τον Νόαμ Τσόμσκι, μια μεγάλη «επιτυχία» του σημερινού συστήματος είναι η δημιουργία ενός νέου τύπου ανθρώπου: «Εάν κάποιος θέλει να ενισχύσει την ολιγαρχική ιδιωτική εξουσία θα πρέπει να δημιουργήσει ανθρώπους που να ενδιαφέρονται μόνο για την ατομική τους ευημερία και να μη νοιάζονται καθόλου για το συνάνθρωπό τους… Οι άνθρωποι πρέπει να μετατραπούν σε παθολογικά τέρατα που να σκέφτονται έτσι». Συνδέεται ίσως με μια απαισιόδοξη σκέψη του ιδίου ότι «ο άνθρωπος είναι το μοναδικό ον που έχει ιστορία. Εάν θα έχει και μέλλον δεν είναι και τόσο βέβαιο». Γιατί, έχοντας μετατραπεί σε «παθολογικό τέρας», γίνεται ουσιαστικά αυτοκαταστροφικός. Η ελπίδα για επιβίωση βρίσκεται, σύμφωνα με τον Τσόμσκι, στα λαϊκά κινήματα, εκείνα που θα αναβιώσουν αξίες σκόπιμα περιθωριοποιημένες από το σημερινό σύστημα, όπως «η κοινότητα, η αλληλεγγύη, το ενδιαφέρον για το ευπαθές φυσικό περιβάλλον, το οποίο θα πρέπει να συντηρήσει τις μελλοντικές γενιές, η δημιουργική εργασία με αυτοπειθαρχία, η ανεξάρτητη σκέψη και η γνήσια δημοκρατική συμμετοχή στους διάφορους τομείς της ζωής».

Και σε όσους ενδεχομένως σπεύσουν να τον «κατηγορήσουν» για «ιδεαλισμό», ο Τσόμσκι μάλλον θα απαντούσε: «Η δημοκρατία και η ελευθερία είναι κάτι πολύ περισσότερο από ιδανικά που πρέπει να σεβόμαστε – ίσως από αυτά εξαρτάται η ίδια η επιβίωση»…

Νάιτζελ Φάρατζ: «Αν δεν αλλάξει κάτι σύντομα, η επανάσταση στην Ελλάδα είναι αναπόφευκτη»

leave a comment »

«Οι «δολοφόνοι» στο έργο είναι οι ευρωκράτες, με συνεργούς τους ντόπιους πολιτικούς που ξεπουλιούνται για μια τζούρα χρήματος και εξουσίας», λέει ο Βρετανός ευρωβουλευτής Νάιτζελ Φάρατζ.

Συνέντευξη στη Δέσποινα Παπαγεωργίου[δημοσιεύτηκε στο περιοδικό «Crash», τ. Μαίου 2012]

«Η έξοδος από την Ευρωζώνη δεν είναι απειλή αλλά ευκαιρία»

«Δεν είναι ότι ένας Βρετανός δεν μπορεί να νιώσει… Είναι ότι φοβάται να νιώσει. Διδάχθηκε στο σχολείο ότι το συναίσθημα είναι κάτι κακό. Δεν πρέπει να εκφράζει μεγάλη χαρά ή μεγάλη λύπη, και ακόμα δεν πρέπει καν να ανοίγει πολύ το στόμα του όταν μιλά: μπορεί να του πέσει η πίπα αν το κάνει»: αυτό έγραψε κάποτε ο Βρετανός συγγραφέας E. M. Φόρστερ. Δεν γνωρίζω αν ο Βρετανός ευρωβουλευτής του κόμματος της Ανεξαρτησίας (UKIP) Νάιτζελ Φάρατζ ανταποκρίνεται στην παραπάνω περιγραφή για τη σχέση των Βρετανών με το συναίσθημα, όμως, σίγουρα το στόμα του το ανοίγει αρκετά, χωρίς να φοβάται μην του πέσει η πίπα, της οποίας εξάλλου δεν είναι οπαδός… Πώς αλλιώς εξάλλου θα μπορούσε να είχε ισχυριστεί δημόσια ότι ο πρόεδρος της ΕΕ Χέρμαν Βαν Ρομπάι έχει «όλα τα χαρίσματα της «βρεγμένης πατσαβούρας και εμφάνιση χαμηλόβαθμου τραπεζικού»;

Επιστρατεύοντας το γνωστό βρετανικό φλέγμα, αλλά και με στοιχεία εκρηκτικά, που παραπέμπουν ίσως σε κάποια μακρινή μεσογειακή ρίζα, ο Νάιτζελ Φάρατζ έγινε γνωστός στη χώρα μας από τότε που άρχισε να εκτοξεύει τον έναν μετά τον άλλο τους λεκτικούς κεραυνούς του κατά της πολιτικής της τρόικας και υπέρ της Ελλάδας, στο Ευρωκοινοβούλιο. «Δεν αντέχω να βλέπω τη δημοκρατία να πεθαίνει στη χώρα που γεννήθηκε», που εσείς «την έχετε κάνει αποικία», «διοικούμενη από γκαουλάιτερ», έχει πει χαρακτηριστικά απευθυνόμενος στους Ευρωπαίους αξιωματούχους, καταλήγοντας κάποτε με την αποστροφή: «Ποιοι στο διάολο νομίζετε ότι είστε;»

Κατόπιν, ο Φάρατζ παρομοίασε το Ευρωκοινοβούλιο με μυθιστόρημα της Άγκαθα Κρίστι, τοποθετημένο προφανώς όχι στο γνώριμο της μεγάλης κυρίας της αστυνομικής λογοτεχνίας σκηνικό κάποιας βρετανικής εξοχής, αλλά στις Βρυξέλλες, το Στρασβούργο και τη Φρανκφούρτη… Εκεί όπου, όπως είπε, γίνονται μαντεψιές για το επόμενο θύμα, με τη διαφορά ότι οι «δολοφόνοι» είναι εξαρχής γνωστοί…

Ωστόσο, ο άνθρωπος που επιβίωσε από καρκίνο των όρχεων που τον πρόσβαλε στα 20 του χρόνια, αλλά και από αεροπορικό ατύχημα (!) το 2010, αποτελεί μια αμφιλεγόμενη προσωπικότητα. Γεννημένος το 1964, την εποχή των παιδιών των λουλουδιών, δεν φαίνεται να πέρασε αρκετά στα τότε βρεφικά πνευμόνια του η μυρωδιά εκείνης της εποχής, που στην ιδιοσυγκρασία του μοιάζει να διατηρείται μόνο στη συνήθειά του να καπνίζει τσιγάρο και να πίνει την κόκκινη μπίρα του.

Αργότερα, όμως, θα αποδεικνυόταν γνήσιο παιδί της Θάτσερ, αφού αρχικά επιδίωξε καριέρα χρηματιστή στο City (τη χρηματοοικονομική καρδιά του Λονδίνου), αποφασισμένος να «βγει εκεί έξω και να βγάλει λεφτά». Και φαίνεται ότι αυτή η εποχή συνάδει με το ιδεολογικό υπόβαθρο του κόμματός του: το πρόγραμμα του UKIP, το οποίο με σαφήνεια υποστηρίζει την έξοδο της Βρετανίας από την ΕΕ, αλλά προωθεί και μια σειρά νεοφιλελεύθερα μέτρα όπως τη συρρίκνωση του δημόσιου τομέα στη Βρετανία και τη μείωση του χρέους, έναν ενιαίο φόρο και κατάργηση όλων των πράσινων φόρων – γιατί «το φαινόμενο του θερμοκηπίου δεν έχει αποδειχθεί»… Όσο για τους μετανάστες, προτείνει πάγωμα της permanent migration για πέντε χρόνια και «βρετανικές δουλειές για Βρετανούς εργαζομένους». Εξάλλου, για όλα φταίει η Ευρωπαϊκή Επιτροπή και οι «ευρωκράτες», όπως ισχυρίζεται χαρακτηριστικά, και όχι οι τράπεζες και οι αγορές, που μένουν με προσοχή έξω από το στόχο όπου κατευθύνονται τα βέλη του Φάρατζ.

Ο κ. Φάρατζ είναι ένας γνήσιος συντηρητικός, όπως τον έχει χαρακτηρίσει ο βρετανικός Τύπος, μπήκε στο Συντηρητικό Κόμμα νωρίς, αλλά αποχώρησε το 1992, όταν ο Τζον Μέιτζορ υπέγραψε τη Συνθήκη του Μάαστριχτ. Το 1993 ίδρυσε το UKIP και το 1999 εξελέγη ευρωβουλευτής, πριν εκλεγεί ηγέτης του το 1996. Το 2006, όμως, θα πήγαινε στο εαρινό συνέδριο των Τόρις. Όχι για να το παρακολουθήσει, αλλά απ’ έξω, για να παρκάρει ένα… τεθωρακισμένο όχημα μεταφοράς προσωπικού, για τη… σημειολογία του πράγματος: για να γίνει αντιληπτό ότι το κόμμα του «πάρκαρε το τανκ του» στο χωράφι του Ντέιβιντ Κάμερον… Δυο χρόνια αργότερα, θα κατηγορούνταν ως αντιβασιλικός γιατί παρέμεινε καθισμένος ενώ όλοι επευφημούσαν όρθιοι τον πρίγκιπα της Ουαλίας (Κάρολο) μετά την ομιλία του για την ανάγκη να ηγηθεί η ΕΕ στη μάχη κατά της κλιματικής αλλαγής. Οι σύμβουλοι του πρίγκιπα είναι «αφελείς», είχε αντιτείνει ο Φάρατζ…

Ο άνθρωπος που επιβίωσε από καρκίνο των όρχεων που τον πρόσβαλε στα 20 του χρόνια, αλλά και από αεροπορικό ατύχημα (!) το 2010, αποτελεί μια αμφιλεγόμενη προσωπικότητα.

Και παρόλο που είναι αντιευρωπαϊστής, η δεύτερη σύζυγός του, Κρίστεν Μερ, είναι Γερμανίδα…

Η συζήτηση με τον αναμφισβήτητα ιδιαίτερο Βρετανό ευρωβουλευτή, ξεκίνησε, όπως ήταν φυσικό, από τις αναφορές του στην Ελλάδα. «Είστε αρκετά δημοφιλής στην Ελλάδα λόγω των πύρινων ομιλιών σας στο Ευρωκοινοβούλιο προς υπεράσπιση των Ελλήνων και κατά της πολιτικής της τρόικας», του επισημαίνω, θυμίζοντάς του τις δηλώσεις του για τη «δημοκρατία πεθαίνει στη χώρα που γεννήθηκε» και ότι «η Ελλάδα έχει μετατραπεί σε αποικία την οποία διοικούν γκαουλάιτερ». Του ζητώ να μας σχολιάσει λίγο περισσότερο αυτές του τις τοποθετήσεις.

«Αυτό που έχει συμβεί στην Ελλάδα είναι ότι η ΕΕ, καθοδηγούμενη, από τη Γερμανία, αν και με απροθυμία, έχει αναλάβει τη διακυβέρνηση της χώρας και την οδηγεί σε μεγαλύτερη καταστροφή», μου απαντά. «Η δημοκρατία δεν μένει πια εδώ. Οποιαδήποτε υπόνοια να ζητηθεί η γνώμη του λαού είναι απαγορευμένη και η ΕΕ είναι ο μόνος φορέας που επιτρέπεται να προτείνει μέτρα και να ελέγχει την ελληνική οικονομία. Αυτό είναι μια παρωδία δημοκρατίας, και επιπλέον δεν επιτρέπει στην Ελλάδα να υπερβεί τις δυσκολίες που αντιμετωπίζει σήμερα».

Τα λόγια του απηχούν τις θέσεις που έχει κατά καιρούς εκφράσει στο Ευρωκοινοβούλιο. Εκεί, που οι λεκτικοί κεραυνοί που εκτοξεύει χτυπούν κατακέφαλα Ευρωπαίους αξιωματούχους και τους φέρνουν σε αδυναμία. Αρκεί κάποιος να παρακολουθήσει κάποιο βίντεο στο youtube.com από ομιλία του, όταν η κάμερα κάνει το γύρο των εδράνων. Τον ρωτώ:

>Πώς αντιδρούν οι συνάδελφοί σας στο Ευρωκοινοβούλιο όταν εκφωνείτε τους πύρινους λόγους σας για την Ελλάδα; Έχετε περισσότερους εχθρούς ή φίλους από πριν στο Ευρωκοινοβούλιο;

Τα λόγια του, έρχονται σαν «λεζάντα» στην εικόνα που έχω στο νου:

«Οι περισσότεροι ευρωβουλευτές τηρούν στάση απόλυτης άρνησης. Θα προτιμούσαν να μη βρισκόμουν εκεί, και πραγματικά πολλοί από αυτούς πιστεύουν ότι δεν θα έπρεπε καν να βρισκόμαστε στην Ευρωβουλή εφόσον δεν είμαστε υπέρ του θεσμού. Δεν μπορούν καν να με κοιτάζουν στα μάτια κατά τη διάρκεια των ομιλιών μου: ανακατεύουν τα χαρτιά τους και στρέφουν το βλέμμα στο έδρανό τους. Αλλά, βασικά, δεν το κάνω γι’ αυτούς. Βγάζω αυτούς τους λόγους για τους λαούς της Ευρώπης».

Ξαναγυρίζω στο προφανώς αγαπημένο του θέμα, την Ελλάδα και το πρόβλημα του δημοκρατικού ελλείματος:

>«Έχετε επανειλημμένα χαρακτηρίσει μαριονέτες τις κυβερνήσεις του Λουκά Παπαδήμου και του Μάριο Μόντι. Ποιος κρατά τα “νήματά” τους, κ. Φάρατζ;»

«Είναι ξεκάθαρο ότι τα νήματα δεν τα κρατούν οι πολίτες, οι οποίοι είναι αυτοί που θα έπρεπε να έχουν την εξουσία σε μια δημοκρατία. Τα νήματα κινούν η Ευρωπαϊκή Επιτροπή και ο Χέρμαν Βαν Ρομπάι, που έχουν δείξει ότι δεν σέβονται την ελευθερία, τη δημοκρατία και το ήθος. Το μόνο που τους νοιάζει είναι το πολύτιμό τους πρότζεκτ της ΕΕ».

>«Η Ελλάδα έχει εκλογές τον Μάιο», του επισημαίνω. «Υπήρξε πολλή “καθοδήγηση” από την τρόικα, ώστε να πειστούν οι Έλληνες πολίτες να ψηφίσουν τα πολιτικά κόμματα που είναι υπέρ του Μνημονίου. Πώς θα το σχολιάζατε αυτό;»

«Σήμερα, έχουμε μια τάξη πολιτικών που απλώς χρησιμοποιεί τους ανθρώπους για να πλουτίσει και να αποκτήσει εξουσία», μου απαντά. «Αν πραγματικά ενδιαφέρονταν για τους Έλληνες, θα προωθούσαν την έξοδο από το ευρώ και, αντί για ατέλειωτες περικοπές που δεν φέρνουν ανάπτυξη, θα εφάρμοζαν μια πολιτική που θα ξεμούδιαζε επιτέλους την αγορά και θα την έθετε σε κίνηση. Θα προχωρούσαν σε υποτίμηση της δραχμής, που θα επανακυκλοφορούσε – αλλά αυτό είναι αναπόφευκτο. Η Ελλάδα δεν είναι παιχνίδι για να παίζει η ΕΕ ή κάποια θεωρητικό παράδειγμα σε εξετάσεις στην πολιτική επιστήμη: είναι πραγματική χώρα με πραγματικούς ανθρώπους που οι ζωές τους καταστρέφονται από την ΕΕ».

«Το κίνημα καταλάβετε τη Γουόλ Στριτ, στοχεύοντας στην κατάληψη του χρηματιστηρίου- έχει επιλέξει τον λάθος στόχο», είχε γράψει ο Νάιτζελ Φάρατζ. Μου απάντησε σχετικά πως εννοούσε ότι «έπρεπε να διαδηλώνουν έξω από την ΕΚΤ»…

>«Πιστεύετε ότι απλώς “απειλούν” την Ελλάδα με έξοδο ώστε να διασφαλίσουν ότι η χώρα θα συναινέσει στα σχέδιά τους; Και, μετά την Ελλάδα, ποιο θα είναι το “επόμενο θύμα” σε αυτή την Ευρώπη; Πιστεύετε ότι υπάρχει σχέδιο;»

«Το σχεδιάζουν στην πορεία. Η Ελλάδα δεν θα έπρεπε να θεωρεί την έξοδο απειλή, αλλά ευκαιρία. Μόλις φύγει μια χώρα –και με το χρέος της Ισπανίας να μοιάζει ολοένα και περισσότερο «πολύ μεγάλο για να διασωθεί»- τότε πολλοί περισσότεροι θα διακρίνουν τα οφέλη και θα ακολουθήσουν».

>Και η επανάσταση προς την οποία έχει πει ότι οδεύουμε ως χώρα; Πότε και με ποιον τρόπο θα μπορούσε αυτή να ξεσπάσει;

«Τώρα, αυτό δεν μπορώ να το απαντήσω», μου αποκρίνεται. «Θα έλεγα ότι εξαρτάται από το εκλογικό αποτέλεσμα και την αντίδραση των αγορών και της ΕΕ σε αυτές τις εκλογές», συμπληρώνει. Δεν θα παραλείψει ωστόσο να εκφράσει και μια βεβαιότητα: «Αλλά, εκτός αν αναληφθεί επείγουσα δράση –και με αυτό δεν εννοώ περισσότερα δάνεια στην Ελλάδα και διόγκωση του χρέους της- τότε η επανάσταση είναι αναπόφευκτη».

Για να υπάρξει κάποιου είδους αντί-δράση σε αυτά που συμβαίνουν, πρέπει να εντοπιστούν και οι αίτιοι. Γνωρίζω ότι έχει επικεντρώσει την κριτική του στην ΕΕ, τους αξιωματούχους και τους γραφειοκράτες της, αλλά έχει επιμελώς αφήσει στο απυρόβλητο τις τράπεζες και τις «αγορές», έχοντας μάλιστα ισχυριστεί κάποτε ότι δεν φταίνε. Του επαναλαμβάνω τα λόγια του (16 Νοεμβρίου 2011, Ευρωκοινοβούλιο): «Είναι σαν μυθιστόρημα της Άγκαθα Κρίστι, όπου προσπαθούμε να μαντέψουμε ποιο θα είναι το επόμενο θύμα. Η διαφορά είναι ότι [στην περίπτωση της Ευρωζώνης], γνωρίζουμε ποιοι είναι οι δολοφόνοι».

>…Και τον ρωτώ: «Ποιοι είναι οι “δολοφόνοι”, κ. Φάρατζ; Οι Ευρωπαίοι ηγέτες; Οι γραφειοκράτες της ΕΕ; Οι τραπεζίτες και τα λόμπι τους που φαίνεται ότι κάνουν χρυσές δουλειές στις Βρυξέλλες; Όλοι οι παραπάνω;»

«Οι “δολοφόνοι” είναι συγκεκριμένα οι ευρωκράτες, που σκοτώνουν τη δημοκρατία στη μία χώρα μετά την άλλη, υποβοηθούμενοι με επιδεξιότητα από τους πολιτικούς αυτών των χωρών, που με χαρά θυσιάζουν το ήθος για μια τζούρα εξουσίας και χρήματος».

Ποιοι είναι οι «ευρωκράτες»; αναρωτιέμαι. Το χρηματοοικονομικό λόμπι μάλλον δεν χωρά στο «κάδρο των υπαιτίων» που έχει ο Νάιτζελ Φάρατζ στο μυαλό του. Χαρακτηριστικό, εκείνο που είχε γράψει σε άρθρο του στον «Guardian» (16 Νοεμβρίου 2011):«Το κίνημα καταλάβετε τη Γουόλ Στριτ, στοχεύοντας στην κατάληψη του χρηματιστηρίου- έχει επιλέξει τον λάθος στόχο». Του το υπενθυμίζω και τον ρωτώ:

>«Αν αναλογιστεί κανείς ότι η ΕΚΤ έχει δώσει στις τράπεζες 1 τρις ευρώ (μεταξύ Δεκεμβρίου 2011 και Μαρτίου 2012), και ότι αυτά τα χρήματα δεν χρησιμοποιήθηκαν από τις τράπεζες για να τροφοδοτήσουν την ανάπτυξη, ενώ την ίδια στιγμή χώρες όπως η Ελλάδα και η Ιταλία δανείζονται με επιτόκια 6% και 7%, δεν είναι οι τράπεζες οι κερδισμένοι και οι λαοί της Ευρώπης οι χαμένοι; Μπορούμε να αφήσουμε τις τράπεζες στο απυρόβλητο;»

Η απάντηση που παίρνω είναι ιδιαιτέρως λακωνική, παρόλο που ο κ. Φάρατζ είναι συνήθως χειμαρρώδης:

«Αυτό που εννοούσα είναι ότι έπρεπε να διαδηλώνουν στη Φρανκφούρτη [σσ: έδρα της ΕΚΤ] και, αν το έπρατταν αυτό, θα συμμετείχα κι εγώ»…

…Αλλά μάλλον δεν θα συμμετείχε ούτε αν διαδήλωναν, για παράδειγμα, στο City, σκέφτομαι, το οποίο το UKIP στο πρόγραμμά του προτείνει «να εξαιρεθεί από τον έλεγχο της ΕΕ». Στο πρόγραμμά του επίσης, το UKIP, προτείνει «έναν ενιαίο φόρο», ενώ εκφράζει ανησυχία ότι το «εθνικό χρέος του Ηνωμένου Βασιλείου θα υπερβεί το ένα τρις στερλίνες», και για το οποίο προτείνει ότι πρέπει να «συρρικνωθεί ο δημόσιος τομέα αν πρόκειται να επιστρέψουν σε μια υγιή οικονομία». Και τι μας νοιάζει εμάς τι προτείνει ο Φάρατζ για τη Βρετανία; ίσως προκύψει το ερώτημα.

>…Μα, όπως τον ρωτώ, «δεν υπάρχει ομοιότητα με κάποια από τα μέτρα που η τρόικα προτείνει για την Ελλάδα; (για παράδειγμα, συρρίκνωση του δημόσιου τομέα;)»

«Η εξισορρόπηση του προϋπολογισμού δεν αποτελεί κοπιράιτ της τρόικας. Είναι κάτι που και μια νοικοκυρά θα σας έλεγε», μου απαντά. «Οι άνθρωποι σήμερα πιστεύουν ότι το κράτος χρειάζεται χρήματα, και ότι το μεγάλο κράτος είναι κάτι θετικό. Εμείς στο UKIP γνωρίζουμε ότι πρέπει να έχουμε μικρό κράτος, χαμηλές δαπάνες, χαμηλούς φόρους και επιχειρήσεις που να ανθίζουν. Έτσι, όλοι θα ήταν καλύτερα. Είναι απλά οικονομικά που έχουν διαστρεβλωθεί από τους δημοσίους υπαλλήλους και τους πολιτικούς που επιθυμούν να καταστούν πιο σημαντικοί, ξοδεύοντας χρήματα για εμάς».

Η τρόικα σίγουρα δεν έχει το κοπιράιτ, αλλά τα μέτρα που προτείνει δεν είναι ο μόνος τρόπος να νοικοκυρέψει κανείς τα οικονομικά, όπως τουλάχιστον ισχυρίζονται αρκετοί οικονομολόγοι.

Μπορεί οι παραπάνω θέσεις του Νάιτζελ Φάρατζ να μην είναι τόσο γνωστές, η αντιευρωπαϊκή του όμως στάση έχει λάβει ευρύτερη δημοσιότητα. Πώς θα σχολίαζε ότι η Κριστίν Λαγκάρντ, μιλώντας στις 9 Απριλίου στο CBS, χώρισε την Ευρώπη στους Ευρωπαίους του Βορρά, που, όπως ισχυρίστηκε, δουλεύουν σκληρά, έχουν προοπτική για το μέλλον και ζουν απλά, και στους Ευρωπαίους του Νότου, που, πάντα σύμφωνα με την κ. Λαγκάρντ, είναι πολύ χαλαροί σε ό,τι αφορά την εργασία, τα χρήματα και το να πληρώνουν φόρους; Του αναφέρω τη δήλωση και τον ρωτώ:

>«Αυτή είναι μια αντίληψη αρκετά διαδεδομένη στον ευρωπαϊκό βορρά, παρόλο που, σύμφωνα με πρόσφατη έρευνα του ΟΟΣΑ, οι Έλληνες είναι οι πιο σκληρά εργαζόμενοι στην Ευρώπη. Πώς θα σχολιάζατε τη δήλωση της κ. Λαγκάρντ για τον “διαχωρισμό Βορρά-Νότου”»;

«Ο διαχωρισμός Βορρά-Νότου είναι απλώς ένα παράδειγμα ότι το ενιαίο νόμισμα δεν επρόκειτο ποτέ να λειτουργήσει. Πρόκειται για ένα ζήτημα που αποτελεί αντικείμενο διαλόγου μεταξύ 17χρονων, και δεν μπορούν να το διακρίνουν εξέχοντες οικονομολόγοι; Πιο πιθανό είναι ότι δεν ήθελαν να αφήσουν γεγονότα που δεν τους βόλευαν να σταθούν εμπόδιο στην εκπλήρωση των πολιτικών τους στόχων».

>Άρα, ποια πιστεύετε ότι είναι η προοπτική της ΕΕ; Θα γίνει ποτέ μια Ένωση βασισμένη στην ισότητα; Θα παραμείνει αυτό που πολλοί θεωρούν «γερμανική» ΕΕ; Θα διαλυθεί στα εξ ων συνετέθη;

«Η ΕΕ ήταν ανέκαθεν η ΕΕ των ελίτ και θα εξακολουθήσει να είναι», μου απαντά χωρίς δισταγμό. «Θέλει να είναι μια χώρα για αυτό που είναι η Ευρώπη. Η ισότητα, η δημοκρατία και οι επιθυμίες των πολιτών δεν μπαίνουν σε αυτό το “κάδρο”».

>Διακρίνετε ομοιότητα με κάποια άλλη περίοδο της ιστορίας;

«Θεωρώ ότι υπάρχουν πολλά παραδείγματα στην ιστορία που δείχνουν ότι το να εξωθείς τους ανθρώπους υπό μία εξουσία, προσπαθώντας να εξαλείψεις τον πολιτισμό και την ιστορία τους, είναι κάτι που δεν λειτουργεί και συνήθως τελειώνει άσχημα».

Και αυτό το άσχημο τέλος έρχεται συνήθως ως συνέπεια μιας αλληλουχίας δυσάρεστων γεγονότων και καταστάσεων. Το ότι οι Έλληνες μπήκαν και αυτοί στη σειρά, μαζί με άλλους λαούς, και αναγκάζονται για μια ακόμη φορά στην ιστορία τους να φεύγουν μετανάστες, είναι μία από τις δυσάρεστες συνέπειες της νέας παγκόσμιας και ευρωπαϊκής τάξης πραγμάτων.

Για το αν υπάρχει χώρος για τους Έλληνες που μεταναστεύουν στη Βρετανία, ο Ν. Φάρατζ (το κόμμα του οποίου έχει προτείνει «βρετανικές δουλειές για Βρετανούς εργαζόμενους», μου λέει: «Η απάντηση δεν είναι η μετανάστευση, αλλά η διάλυση της ΕΕ»…

>«Το κόμμα σας», επισημαίνω στον κ. Φάρατζ, «λέει “βρετανικές δουλειές για Βρετανούς εργαζομένους”. Και τι θα γίνει τώρα που Έλληνες –και άλλοι Ευρωπαίοι του Νότου- μεταναστεύουν και στη Βρετανία, αναζητώντας ένα καλύτερο μέλλον; Υπάρχει χώρος για Έλληνες μετανάστες στη χώρα σας;»

«Η Βρετανία έχει περήφανη ιστορία φιλοξενίας ανθρώπων από όλο τον κόσμο», αποκρίνεται αμέσως. Υπάρχει, όμως και «αλλά»: «Αλλά, από το 2004, που άνοιξε γελοιωδέστατα η πόρτα για μετανάστευση από την Ανατολική Ευρώπη, έχει προκύψει τεράστιο πρόβλημα για το Ηνωμένο Βασίλειο. Συγκεκριμένα, έχουμε πολύ υψηλή ανεργία στους νέους. Η απάντηση δεν είναι η μετανάστευση αλλά η κατάργηση της ΕΕ, που θα κάνει τις χώρες πάλι αποτελεσματικές και παραγωγικές»…

Και μέχρι τότε;

>«Έχετε επισκεφθεί ποτέ την Ελλάδα;» τον ρωτώ. «Ποια είναι η εντύπωση που έχετε για τους Έλληνες, και σε σχέση με την κατάσταση στην οποία έχει περιέλθει η χώρα;»

«Ναι, έχω επισκεφθεί την Ελλάδα, και, όταν η Ελλάδα εγκαταλείψει το ευρώ, θα κλείσω διακοπές δύο εβδομάδων στη χώρα, πιθανόν σε κάποιο νησί, όπως, πιστεύω, θα κάνουν και πολλοί Βρετανοί».

>Πώς θα συνιστούσατε στους Έλληνες να αντιδράσουν για να ξεφύγουν από τα μέτρα σκληρής δημοσιονομικής πολιτικής της τρόικας; Να ακολουθήσουν οι Έλληνες το παράδειγμα των Ισλανδών, που αρνήθηκαν να πληρώσουν για ένα λάθος που δεν ήταν δικό τους; Πώς πρέπει να αντιδράσουν οι Ευρωπαίοι σε αυτό που συμβαίνει σήμερα στην Ευρώπη;

Η απάντηση έρχεται χωρίς περιστροφές:

«Η Ελλάδα πρέπει να ψηφίσει να εγκαταλείψει την Ευρωζώνη, για ορεκτικό. Μόνο τότε θα μπορέσετε να επαναφέρετε την οικονομία στο σωστό δρόμο. Μέχρι τότε, το κάνετε χειρότερο για εσάς».

Ολοκληρώνοντας αυτή τη συνέντευξη, με τον Νάιτζελ Φάρατζ, μου έρχεται στο μυαλό αυτό που λέγεται ότι είχε πει κάποιος ξένος, επισκεπτόμενος τη (Μεγάλη τότε) Βρετανία, το 1373: «Οι Βρετανοί νιώθουν τόσο σπουδαίοι και έχουν κερδίσει τόσες πολλές και μεγάλες νίκες, που έχουν καταλήξει να πιστεύουν ότι είναι αδύνατον να χάσουν. Στη μάχη, είναι το έθνος με τη μεγαλύτερη αυτοπεποίθηση στον κόσμο». Είτε διαφωνεί είτε συμφωνεί κανείς με τις θέσεις του Νάιτζελ Φάρατζ, δύο πράγματα δεν μπορεί να μην του αναγνωρίσει: το ένα είναι ότι διαθέτει εκείνη τη συναισθηματική ευφυΐα που του επιτρέπει να είναι ένας δεινός ρήτορας. Και το άλλο, ότι είναι ικανός να αντιμετωπίσει μόνος τους έναν ολόκληρο στρατό «ευρωκρατών» με την αυτοπεποίθηση του μελλοντικού νικητή… Και με το City κάπου στα δικά του μετόπισθεν…

Κώστας Δουζίνας: «Στις κάλπες της Ελλάδας κρίνεται το μέλλον της Ευρώπης για τα επόμενα 50 χρόνια»

leave a comment »

Συνέντευξη στη Δέσποινα Παπαγεωργίου [δημοσιεύτηκε στο περιοδικό Crash, τ. Ιουνίου 2012]

Ο διεθνούς φήμης πολιτικός φιλόσοφος και νομικός Κώστας Δουζίνας

[Στις εκλογές της 6ης Μαίου στην Ελλάδα, μετά από δυόμιση χρόνια Μνημονίου, έγινε η μεγάλη ανατροπή του πολιτικού σκηνικού. Ο ΣΥΡΙΖΑ αναδείχθηκε σε δεύτερο κόμμα, δυο μονάδες κάτω από τη ΝΔ, και το ΠΑΣΟΚ βρέθηκε τρίτο στην κατάταξη. Ο διεθνώς διακεκριμένος πολιτικός φιλόσοφος και νομικός Κώστας Δουζίνας, διευθυντής του Birkbeck College του Πανεπιστημίου του Λονδίνου και τακτικός αρθρογράφος του βρετανικού «Guardian», μιλά και αναλύει τις πολιτικές αλλαγές που συντελέστηκαν στην Ελλάδα και τον κόσμο τα τελευταία χρόνια] 

Τι θα γινόταν αν απεργούσαν οι φιλόσοφοι;» ήταν το ερώτημα που είχε θέσει πριν από χρόνια ο καθηγητής Θεοδόσης Πελεγρίνης. Ένα ερώτημα που εν πολλοίς αντιμετωπίζεται με αδιαφορία, αν όχι με ελαφρό μειδίαμα συγκατάβασης. Αν απεργούσαν οι γιατροί, άνθρωποι θα πέθαιναν. Αν απεργούσαν οι αγρότες, δεν θα υπήρχαν τρόφιμα. Αν απεργούσαν οι οδοκαθαριστές, θα κινδύνευε η δημόσια υγεία.

Αλλά ποιος θα νοιαζόταν αν απεργούσαν οι φιλόσοφοι σε μια εποχή που ο κυνισμός αποθεώνεται μετονομαζόμενος ευφημιστικά σε «ρεαλισμό», ένα «ρεαλισμό» παράδοξο, που παράγει μυριάδες καρβέλια αλλά και ολοένα και περισσότερο διογκωμένες ορδές Γιάννηδων Αγιάννηδων; Σε έναν κόσμο που οι σύγχρονοι «Άθλιοι» φιμώνονται με κουρελού σε μια γωνιά που δεν τη φωτίζουν οι δείκτες της Γουόλ Στριτ; Και που τα νήματα κινεί ένα ιερατείο οικονομολόγων; Σε έναν τέτοιο κόσμο, λίγοι νοιάζονται αν οι φιλόσοφοι –εκείνοι που δεν αποτελούν τα θεωρητικά δεκανίκια αυτού του «ρεαλισμού»– απεργούν. Εκεί, όμως, εντοπίζεται και το πρόβλημα.

Γιατί ποιοι πιο κατάλληλοι να διαλύσουν διανοητικά ερέβη και να κινούν τα γρανάζια του νου, συντονίζοντάς τα με την εποχή; Ποιοι άλλοι, για να συνδράμουν ώστε να γίνουμε από «πιστοί», κριτικοί νόες, από υπήκοοι, πολίτες; Με τι εργαλεία, αλλιώς, θα αποκρυπτογραφήσουμε τα φαινόμενα; Και, τελικά, χωρίς φιλοσόφους, πώς θα αλλάξουμε τον κόσμο;

Ένα χαρακτηριστικό παράδειγμα: σε μια ελληνική διαφήμιση παρουσιαζόταν μια κοπέλα που επέπληττε τον πατέρα της γιατί σπαταλούσε νερό στο ξύρισμα και ηλεκτρικό, γιατί άφηνε τα φώτα ανοιχτά όλη νύχτα. Στη συνέχεια, έχοντας καταθέσει τα οικολογικά της διαπιστευτήρια, τον επιδοκίμαζε για την αγορά του αυτοκινήτου. «Το μήνυμα», γράφει ο πολιτικός φιλόσοφος και νομικός Κώστας Δουζίνας, «είναι ότι, αν οι άνθρωποι σέβονται τον πλανήτη κάνοντας οικονομία σε νερό και ενέργεια, τότε μπορούν να αγοράσουν αυτό που πραγματικά καταστρέφει τον πλανήτη… το ιδιωτικό αυτοκίνητο»… «Αυτό είναι η αρχή του κυνικού καπιταλισμού, η οποία διέπει και το Μνημόνιο», συνεχίζει. «Δηλαδή, ενώ γνωρίζω ότι κάτι είναι λάθος/ψευδές/άδικο, δρω, πράττω σαν να ήταν ηθικά ορθό».

«Για το Μνημόνιο, μας είπαν: “Υπακούστε το νόμο, πληρώστε το φόρο, γίνετε υπάκουοι υπήκοοι και θα σωθούμε”. Αλλά την ίδια στιγμή υπάρχει η πλήρης ατιμωρησία για την πολιτική και οικονομική εξουσία. Το “πράξε ως αν ίσχυε ένας κανόνας” είναι η ηθική των ανήθικων, του “ξέρεις ποιος είμαι εγώ, ρε;” η ηθική της εξουσίας», είχε πει παλαιότερα.

Διεθνώς διακεκριμένος καθηγητής Νομικών Σπουδών και πολιτικός φιλόσοφος, ο Κώστας Δουζίνας διαπρέπει ως ακαδημαϊκός 30 χρόνια στο εξωτερικό. Διευθύνει το Birkbeck Institute for the Humanities, είναι αντιπρύτανης του Birkbeck College του Πανεπιστημίου του Λονδίνου, ιδρυτικό μέλος της εταιρείας Κριτικών Νομικών Σπουδών, αρχισυντάκτης του «Law and Critique: The International Journal of Critical Legal Thoughts», διευθυντής του εκδοτικού οίκου Birkbeck Law Press, ιδρυτικό μέλος της Νομικής Σχολής του Birkbeck και του Νομικού Τμήματος του Πανεπιστημίου της Κύπρου. Έχει διδάξει σε πολλά πανεπιστήμια σε όλο τον κόσμο και τα έργα του έχουν μεταφραστεί σε δώδεκα γλώσσες.

Παρόλο το εντυπωσιακό βιογραφικό του, μεγάλο μέρος του ελληνικού κοινού τον γνώρισε μέσα από την αρθρογραφία του στον «Guardian», όταν, στις αρχές του 2010, έγραφε ότι «οι Έλληνες πρέπει να αγωνιστούν για όλους μας» – για να δεχθεί καταιγισμό πυρών από Βρετανούς αναγνώστες. Ήταν σε αυτή, την «πρώτη περίοδο», που σε βρετανικά, αλλά και διεθνή μέσα «η αντιμετώπιση της Ελλάδας ήταν τρομερά αρνητική, επιθετική: οι Έλληνες εμφανίζονταν ως τεμπέληδες, κλέφτες, ψεύτες. Και η κυβέρνηση Παπανδρέου στους πρώτους μήνες έλεγε ανάλογα περίπου, υπήρχε ένας συντονισμός», λέει στο «Crash». Αυτή η αντιμετώπιση, όμως, άρχισε να αλλάζει με τη «Στάση Σύνταγμα», όπως ονομάζει χαρακτηριστικά το κίνημα των πλατειών του περασμένου καλοκαιριού. «Στάση, που σημαίνει και στασιασμός. Στέκομαι, αλλά και εξεγείρομαι».

Το βιβλίο που ο Κώστας Δουζίνας έγραψε «εν θερμώ», όπως λέει.΄Βρέθηκε ανάμεσα στα πλήθη των πλατειών του 2011, συμμετέχοντας και σε εκδήλωση της λαϊκής συνέλευσης για την άμεση δημοκρατία.

Ο Κώστας Δουζίνας βρέθηκε ανάμεσα στα πλήθη των πλατειών, συμμετέχοντας σε εκδήλωση της λαϊκής συνέλευσης για την άμεση δημοκρατία. Κι έγραψε «εν θερμώ», όπως λέει ο ίδιος, και ένα βιβλίο, με τίτλο «Αντίσταση και φιλοσοφία στην κρίση: Πολιτική, Ηθική και Στάση Σύνταγμα». «Ξαφνικά, στο αποκορύφωμα των καταλήψεων του Συντάγματος», τον Ιούνιο του 2011, μου λέει ο Κώστας Δουζίνας, «για πρώτη φορά η μετάδοση των ελληνικών γεγονότων και της ελληνικής κατάστασης πέρασε από την απλή παράθεση οικονομικών στοιχείων –του ελλείμματος, του χρέους κ.λπ.– στην αντίσταση του ελληνικού λαού, από τη μια πλευρά, και, από την άλλη, σε ανταποκρίσεις για τα προβλήματα, για τα βάσανα που περνάνε οι Έλληνες. Αυτή ήταν η δεύτερη φάση, η οποία άλλαξε πραγματικά την αντιμετώπιση του ελληνικού προβλήματος: από πρόβλημα αφηρημένων μεγεθών το μετέτρεψε σε κοινωνική καταστροφή».

Στη συνέχεια, θα μου πει, περάσαμε στη «φάση Παπαδήμου», όπου υπήρξε μια γενική κατεύθυνση «ότι τώρα που έχουμε τεχνοκράτη πρωθυπουργό στην Ελλάδα, πιθανόν αυτός, με τις ικανότητές τους και χωρίς τις μικροπολιτικές δεσμεύσεις του Παπανδρέου και της κυβέρνησης, να βρει μια λύση. Και αυτό ήταν που τέλειωσε στις 6 Μαΐου».

Το αποτέλεσμα των εκλογών, μου λέει, αναστάτωσε τα media αλλά και την κοινή γνώμη, δημιουργώντας τους, από τη μια πλευρά, έντονη ανησυχία για το πού θα οδηγήσουν εάν εφαρμοστούν οι πολιτικές άρσης των συμφωνιών του Μνημονίου. «Από την άλλη, αυτό το οποίο βλέπουμε τώρα σε πολύ μεγάλη κλίμακα –το διαπίστωσα και σε πρόσφατη επίσκεψή μου στην πρώην Γιουγκοσλαβία– είναι ένας τεράστιος ενθουσιασμός για το πρωτοφανές αυτό εκλογικό αποτέλεσμα στην Ελλάδα, που δίνει το μήνυμα ότι αν κάποιος λαός αποφασίσει να αντισταθεί στις μεγάλες εγχώριες και διεθνείς δυνάμεις, μπορεί και να κερδίσει. Αυτό δίνει μεγάλο θάρρος, μια μεγάλη αίσθηση ανακούφισης και σε άλλο κόσμο».

«Φαίνεται πάντως ότι βρισκόμαστε σε κομβικό σημείο, σε σταυροδρόμι», του λέω. Από τη μια, το Μνημόνιο, που στο βιβλίο του το παρομοιάζει «με ελληνική τραγωδία, και τις μετέπειτα συμφωνίες με φάρσα, που όμως δεν οδηγούν σε κάθαρση, αλλά στην ασταμάτητη ταπείνωση των πρωταγωνιστών της». Και τα μέτρα, που «έχουν μετατρέψει το εθνικό Κοινοβούλιο σε τοπικό υποκατάστημα πολυεθνικής εταιρείας που εκτελεί τις εντολές της διεύθυνσης». Από την άλλη, οι ελληνικές εκλογές, από τις οποίες, όπως έγραφε σε άρθρο του στον «Guardian» πριν την 6η Μαΐου, «μπορεί να ξεκινήσει η ευρωπαϊκή άνοιξη». «Πιστεύετε ότι οι εξελίξεις σας δικαιώνουν;» ρωτώ. «Αχνοφαίνεται κάποιο είδος άνοιξης –και κάθαρσης– στον ορίζοντα;»

«Θα έλεγα ότι κατά κάποιον τρόπο νιώθω και δικαιωμένος σε αυτή την άποψη, την οποία για πρώτη φορά είχα εκφράσει το καλοκαίρι του 2011, όταν, στο βιβλίο που δημοσίευσα, έλεγα ότι το πειραματόζωο –δηλαδή, η Ελλάδα ως πειραματόζωο των νέων πολιτικών της Ευρώπης– θα καταλάβει το εργαστήριο και θα διώξει τους τρελούς επιστήμονες. Τότε, λοιπόν, πολλοί φίλοι μου έλεγαν ότι δεν έχω σχέση με την πραγματικότητα, ότι είμαι υπερβολικά αισιόδοξος. Δεν ήταν έτσι. Οι εκλογές αποτέλεσαν επιβεβαίωση και ουσιαστική, αν και μερική, ολοκλήρωση της αντίστασης του ελληνικού λαού».

O Κώστας Δουζίνας είχε προβλέψει από το 2011 ότι «η άτυπη συμφωνία εναλλαγής των δύο κομμάτων στην εξουσία φτάνει στο τέλος της», ενώ χαρακτηρίζει τα δύο κόμματα «μάρκες εξουσίας των ελίτ» που είναι σαν να βγήκαν από την ίδια γραμμή παραγωγής, με μόνη διαφορά στην «επιχρύσωση».

Θεωρεί, λοιπόν, ότι δικαιώθηκε «αφενός σε αντίθεση με πάρα πολλούς φίλους και συναδέλφους οι οποίοι θεωρούσαν τις διάφορες ενέργειες του ελληνικού λαού σαν κάτι το ατελέσφορο, κάτι το οποίο δεν είχε μια δυναμική και δεν μπορούσε να οδηγήσει πουθενά. Αφετέρου, από την άλλη πλευρά, αυτών που ήταν υπέρ των μνημονιακών μέτρων και οι οποίοι μας έλεγαν ότι τα μέτρα είναι αδιαπραγμάτευτα – ήταν οι οπαδοί της περίφημης ΤΙΝΑ (There Is No Alternative/Δεν υπάρχει Εναλλακτική), οι οποίοι εν μια νυκτί άλλαξαν εντελώς την πολιτική τους τοποθέτηση και μιλάνε πλέον για επαναδιαπραγμάτευση.

Αυτό το οποίο θα ήθελα να τονίσω –και επιβεβαιώθηκε με το αποτέλεσμα των εκλογών– είναι ότι εάν ένας λαός, ένας κόσμος, τα πλήθη των πλατειών αποφασίσουν να ξεκινήσουν διαδικασίες και πρακτικές αντίστασης και να επιμείνουν σε αυτές –όσο είναι δυνατόν, βέβαια– υπάρχει πιθανότητα να κερδίσουν. Δεν υπάρχει μεγαλύτερη δύναμη από αυτή του λαού, δεν υπάρχει μεγαλύτερη σοφία και γνώση από αυτή του πλήθους –του δήμου– εν συναθροίσει. Αυτή ήταν η Στάση Σύνταγμα και άλλαξε και τους πολίτες ατομικά και το λαό συλλογικά.

Η αρχή της ευρωπαϊκής άνοιξης σημειώθηκε με τα εκλογικά αποτελέσματα σε Ελλάδα και Γαλλία. Έχουμε κατ’ αρχάς μια δειλή, πιθανόν αργότερα πιο ριζική αλλαγή της πολιτικής της Ε.Ε. Ακόμα και οι Γερμανοί εμφανίζονται ξαφνικά να μιλάνε για ανάπτυξη, για την επιμήκυνση των χρονικών ορίων μέσα στα οποία τα μέτρα του Μνημονίου πρέπει να λειτουργήσουν.

Αν ανάγουμε την ανατροπή του σκηνικού στην Ελλάδα σε διεθνές επίπεδο, είναι προφανές ότι έχουμε φτάσει στο σημείο εκείνο που αρχίζει ο κύκλος να γυρίζει από την αυστηρή νεοκλασική νεοφιλελεύθερη πολιτική, την οποία επικροτούσε μέχρι στιγμής απολύτως η Ε.Ε., σε μια πιο κεϊνσιανή πολιτική, την οποία κατά περίεργο τρόπο πάντα ακολουθούσε ο Ομπάμα στην Αμερική, αλλά όχι οι Ευρωπαίοι, δηλαδή όχι ο γεωγραφικός και κοινωνικός χώρος στον οποίο η λογική του κεϊνσιανισμού και του κοινωνικού κράτους είχε δημιουργηθεί».

«Αυτό ακούγεται σχετικά αισιόδοξη εξέλιξη», του λέω. «Ακόμα, όμως, οι μέχρι πρότινος διαχειριστές της εξουσίας και οι “εταίροι” μας προσπαθούν να μας “κρατήσουν” σε νεοφιλελεύθερη ρότα και διαχειρίζονται τους πολίτες μέσω του φόβου. Mάλιστα, θέτουν εκβιαστικά διλήμματα του τύπου “Μνημόνιο ή χάος” και παρουσιάζουν το Μνημόνιο σαν φυσικό φαινόμενο, το οποίο είναι αδύνατον να αποφύγουμε. Πώς θα το σχολιάζατε;

«Δύο πράγματα είναι, νομίζω, σημαντικά σε αυτό που λέτε: Το ένα είναι η πολιτική του φόβου ή του εκφοβισμού. Αυτό είναι πια γενικό χαρακτηριστικό της κοινωνικής και πολιτικής ζωής του δυτικού κόσμου, αλλά και γενικότερα. Αυτός ο στρατηγικός εκφοβισμός έφτασε σε παροξυσμικό σημείο μετά την επίθεση στη Ν. Υόρκη.

Γιατί έχει γίνει τόσο σημαντικό; Τη δεκαετία του ’50 ο Αμερικανός Πρόεδρος Αϊζενχάουερ και ο Βρετανός πρωθυπουργός ΜακΜίλαν είχαν εκφράσει μια πολιτική άποψη κατά την οποία, εάν η οικονομική ζωή ενός μεγάλου δυτικού κράτους επέτρεπε στα 2/3 του πληθυσμού να έχουν ένα επίπεδο ζωής το οποίο είτε ήταν σταθερό είτε ελαφρώς βελτιωνόταν, εάν βλέπανε ή ελπίζανε ότι τα παιδιά τους θα είχαν το ίδιο ή καλύτερο βιοτικό επίπεδο, τότε το σύστημα αυτό ήταν σταθερό, αποκτούσε μια νομιμοποίηση. Το υπόλοιπο 1/3, κατά τον Αϊζενχάουερ –ο κόσμος δηλαδή του οποίου η ζωή είτε δεν επρόκειτο να βελτιωθεί είτε κρατιόταν σε τέτοιο χαμηλό επίπεδο που ήταν άνευ ενδιαφέροντος–, γινόταν αντικείμενο αστυνόμευσης και καταστολής.

Αυτό το μοντέλο, που είχε υιοθετηθεί παγκοσμίως αλλά και στην Ευρώπη, έρχεται κάτω από τεράστια πίεση, διότι ούτε για τα 2/3 του πληθυσμού είναι δυνατόν να διασφαλίζεται μια σταθερότητα ή βελτίωση του επιπέδου ζωής, ενώ το υπόλοιπο 1/3 μπορεί πλέον να  ξεπερνάει το 1/2. Το κομμάτι αυτό, που διαρκώς καταρρέει, καταστρέφεται, είναι που βρέθηκε στις πλατείες και στα κινήματα, στα “Δεν πληρώνω” και τις Κερατέες».

«Στη Δύση μια απισχνασμένη μορφή δημοκρατίας συμπλέει με την άγρια εκμετάλλευση. Κι εδώ λοιπόν οι καταλήψεις έπαιξαν κεντρικό ρόλο. Ανέδειξαν μια άλλη μορφή άμεσης δημοκρατίας, η οποία δεν ανέχεται την κοινωνικη ανισότητα και αδικία. Γι’ αυτή τη δημοκρατία, η ισότητα είναι αξίωμα», λέει ο Κώστας Δουζίνας. «Δημοκρατία δεν βρέθηκε»: το πλακάτ από το Σύνταγμα, το 2011.

Οπότε, τι συμβαίνει;

«Για να μπορέσει να ξαναχτιστεί η νομιμοποίηση ενός κοινωνικοοικονομικού συστήματος, το οποίο όμως δεν μπορεί να δώσει τις υποσχέσεις της προηγούμενης περιόδου, όλων των ειδών οι τρόποι χρησιμοποιούνται. Οι δύο βασικοί είναι αφενός ο εκφοβισμός, αφετέρου αυτό που ονομάζεται «φυσικοποίηση» των αγορών: δηλαδή, η παρουσίαση βαθύτατα πολιτικών φαινομένων ως απλώς φυσικών φαινομένων, φυσικών καταστροφών θα έλεγε κανείς, σαν ένα σεισμό ή ένα τσουνάμι ή μια κατολίσθηση, στις οποίες απαντάει κανείς με κινητοποίηση ειδικών, στη συγκεκριμένη περίπτωση οικονομολόγων, χωρίς πολιτική παρέμβαση και δημοκρατική συζήτηση.

Προσπαθούν να πείσουν το λαό, ενόψει μάλιστα εκλογών ή όταν γίνονται μεγάλα γεγονότα όπως αυτό της ελληνικής κρίσης, ότι υπάρχουν μοναδικές λύσεις τις οποίες γνωρίζουν ειδικοί με υποτιθέμενη “αντικειμενική γνώση” και ότι, αν δεν υιοθετηθούν αυτές οι μοναδικές λύσεις, γιατί για κάποιο περίεργο λόγο επετράπη στη δημοκρατία να λειτουργήσει (επετράπη δηλαδή να ληφθούν υπόψη οι ανάγκες του κόσμου, και όχι οι υποτιθέμενες αντικειμενικές λύσεις που δίνουν οι αγορές), αν αυτό συμβεί, τότε θα υπάρξει τέτοια καταστροφή, που η ζωή πια δεν θα αξίζει κανείς να τη ζει».

Άρα, αν η πολιτική και η δημοκρατία καταργούνται με τη «φυσικοποίηση» αυτή, έχει δίκιο ο φιλόσοφος Σλαβόι Ζίζεκ που λέει ότι ο γάμος καπιταλισμού και δημοκρατίας έχει τελειώσει;

«Δεν θα συμφωνούσα απολύτως με το φίλο τον Σλαβόι. Ο Ζίζεκ τα λέει αυτά με έναν έντονο τρόπο, ακριβώς για να μας κάνει να τα σκεφτούμε. Είναι αλήθεια ότι, σύμφωνα με μια παλαιά μαρξιστική άποψη, ο καπιταλισμός και η δημοκρατία του κοινοβουλευτικού συστήματος είναι “παντρεμένες”. Και ότι από αυτή την άποψη ο γάμος τελειώνει. Όλοι μας ξέρουμε, για παράδειγμα, ότι το πιο πετυχημένο καπιταλιστικό σύστημα του 19ου αιώνα υπάρχει στην Κίνα. Η Κίνα δηλαδή, διατηρώντας στο πολιτικό επίπεδο ένα εξαιρετικά αυταρχικό κομματικό καθεστώς, υποτίθεται κομμουνιστικό, έχει πετύχει τη μεγαλύτερη δυνατή ανάπτυξη και τη μεγαλύτερη δυνατή δημιουργία κέρδους και μιας νέας ελίτ.

Μάλιστα, στην Κίνα σπάνια διώκονται οι αντιφρονούντες. Αυτοί που διώκονται είναι οι δικηγόροι που ασχολούνται με εργατικά δικαιώματα και όσοι ασχολούνται με την προστασία του περιβάλλοντος. Εργατικά δικαιώματα και περιβάλλον είναι που βάζουν εμπόδια σε αυτή την τεράστια οικονομικά ανάπτυξη, σε αυτή τη δημιουργία του φαινομένου ενός άγριου καπιταλισμού με κομμουνιστικό πολιτικό εποικοδόμημα. Από αυτή την άποψη ο παραδοσιακός συγκερασμός καπιταλισμού και δημοκρατίας δεν λειτουργεί.

Βέβαια, στη Δύση μια απισχνασμένη μορφή δημοκρατίας συμπλέει με την άγρια εκμετάλλευση. Κι εδώ λοιπόν οι καταλήψεις έπαιξαν κεντρικό ρόλο. Ανέδειξαν μια άλλη μορφή άμεσης δημοκρατίας, η οποία δεν ανέχεται την κοινωνικη ανισότητα και αδικία. Γι’ αυτή τη δημοκρατία, η ισότητα είναι αξίωμα: Είμαστε όλοι ίσοι, και οτιδήποτε αντιτίθεται σε αυτή την απλή και κατανοητή αρχή πρεπει να ανατραπεί».

Στις συνθήκες αυτές, στις οποίες οι δημοκρατικές διαδικασίες συχνά υποκαθίστανται από «ειδικούς» και ο καπιταλισμός, όπως λέτε, δείχνει το πιο κυνικό του πρόσωπο, θεωρείτε ότι ενδείκνυται η πολιτική ανυπακοή;

«Την πολιτική ανυπακοή, μιλώντας αναχρονιστικά, εμείς την ξέρουμε από την “ηρωίδα” του κινήματος, την Αντιγόνη. Η Αντιγόνη δεν έκανε πολιτική ανυπακοή, αλλά ενστερνίστηκε αυτή τη λογική της ανυπακοής στο νόμο, όταν ο νόμος δεν προωθεί, αλλά παραβιάζει κάποιες υψηλότερες αρχές, είτε θρησκευτικές είτε ηθικές είτε αυτές που αναφέρονται στο κοινωνικό υπόστρωμα του ήθους μιας κοινωνίας. Αυτή είναι η αγία Αντιγόνη του Κινήματος της Ανυπακοής. Και γι’ αυτό οποτεδήποτε υπάρχουν συνθήκες καταπίεσης, εξωτερικής κατοχής είτε εσωτερικής δικτατορίας, πάντα η Αντιγόνη παίζεται ως έργο.

Η ανυπακοή, όπως εμφανίστηκε και θεωρητικοποιήθηκε τη δεκαετία του ’60 στις ΗΠΑ στα κινήματα (ατομικών δικαιωμάτων, κατά του πολέμου του Βιετνάμ κ.λπ.), έγινε απολύτως αποδεκτή από τη φιλελεύθερη πολιτική σκέψη. Κάτω από τη βασική αντίληψη ότι εάν μια πολιτική ή ένας νόμος παραβιάζει συνταγματικά κατοχυρωμένες θεμελιώδεις αρχές, και τα δικαστήρια ή άλλοι νομικοί θεσμοί δεν προσπαθούν να σταματήσουν αυτή την παραβίαση, στην περίπτωση, για παράδειγμα, της Ρόζα Παρκς, η οποία κάθισε στο λεωφορείο σε θέση για τους άσπρους, η πολιτική ανυπακοή δεν είναι απλώς ηθικά δικαιολογημένη, αλλά και νομικά. Έχουμε δηλαδή το δικαίωμα να υποστηρίξουμε και να υπερασπιστούμε αυτές τις αρχές όταν το νομικό και θεσμικό σύστημα δεν το πράττει».

«Δεν υπάρχει μεγαλύτερη δύναμη από αυτή του λαού, δενυπάρχει μεγαλύτερη σοφία και γνώση από αυτή του πλήθους –του δήμου– εν συναθροίσει. Αυτή ήταν η Στάση Σύνταγμα και άλλαξε και τους πολίτες ατομικά και το λαό συλλογικά», υποστηρίζει ο Κώστας Δουζίνας. «Χωρίς τις πλατείες», λέει, «η 6η Μαίου δεν θα είχε ποτέ συμβεί».

Άρα, αυτό το δικαίωμα το έχουμε και στην Ελλάδα σήμερα, αφού το Μνημόνιο παραβιάζει βασικές αρχές του Συντάγματος.

«Ακριβώς. Το επιχείρημα υπέρ της πολιτικής ανυπακοής στις συνθήκες της Ελλάδας του Μνημονίου με την κατάφωρη παραβίαση πολλών αρχών του Συντάγματος αλλά ακόμα και του Διεθνούς Δικαίου οδηγεί στο συμπέρασμα ότι ο κόσμος ο οποίος δεν πληρώνει, ο κόσμος ο οποίος αντιστέκεται μέσα από τα διάφορα κινήματα και βέβαια ο κόσμος των πλατειών και των καταλήψεων, όχι μόνο δεν παρανομεί, όχι μόνο δεν βρίσκεται εκεί κάτω από μια, υποτίθεται, φωνή της συνείδησης, η οποία του δίνει ηθική κάλυψη, αλλά έρχεται εκεί και με ένα νομικό δικαίωμα, ένα δικαίωμα που έχει αναγνωριστεί από την παγκόσμια βιβλιογραφία και το οποίο δίνει στον καθένα από μας, κανονικούς ανθρώπους, χωρίς μεγάλες αξιώσεις ηρωισμού, την υποχρέωση και το δικαίωμα να υποστηρίξουμε θεμελιώδεις αρχές όταν οι πολιτικοί και οι νόμοι του κράτους τούς παραβιάζουν».

Παραβιάζονται μάλιστα με τρόπο που, όπως έχει κατά κόρον ειπωθεί, θυμίζει αποικιοκρατία…

«Οι μεγάλες ευρωπαϊκές δυνάμεις πραγματοποιούσαν στο παρελθόν τη λεγόμενη “εκπολιτιστική αποστολή” ή το “χρέος του λευκού ανθρώπου”, όπως το ονόμαζαν, σε Αφρική και Ινδία. Σήμερα για πρώτη φορά εμφανίζεται ένα ευρωπαϊκό κράτος να γίνεται το ίδιο στόχος μιας νεοαποικιοκρατικής επίθεσης και διακυβέρνησης. Όπως φαίνεται από τις δηλώσεις Ευρωπαίων και Ελλήνων αναμεταδοτών, οι Ελληνες πρέπει να αλλάξουν τα πάντα, να ξεχάσουν το ήθος και τις αρχές τους, να “εκσυγχρονιστούν” και να “εκπολιτιστούν”. Από τον κ. Ράιχενμπαχ και τους σημαιοφόρους της Τρόικας που έρχονται και εξετάζουν όλα τα έγγραφα και τα στοιχεία των υπουργείων, ως ξένοι διοικητές προτεκτοράτου, μέχρι το φαινόμενο του ειδικού λογαριασμού, στον οποίο “μπαίνουν” τα λεφτά του δεύτερου δανείου και τα έσοδα του κράτους, αλλά ο βασικός σκοπός για τον οποίο μπορούν να χρησιμοποιηθούν είναι η αποπληρωμή των δανείων και των τόκων. Δηλαδή, τα λεφτά των Ευρωπαίων φορολογουμένων, αυτά του δεύτερου δανείου, πηγαίνουν στην Ελλάδα, κάθονται εικονικά για λίγο στο λογαριασμό και πηγαίνουν πίσω στις ευρωπαϊκές τράπεζες.

Και με το λεγόμενο Σύμφωνο της Σταθερότητας, για το οποίο μόνο στους Ιρλανδούς επετράπη να κάνουν δημοψήφισμα, ουσιαστικά συνταγματοποιούμε την οικονομική θεωρία του νεοφιλελευθερισμού: αναλαμβάνουμε και με διεθνή συμβατική υποχρέωση αλλά και πιθανή συνταγματική τροπολογία να κρατιέται το έλλειμμα σε χαμηλά επίπεδα, ανεξάρτητα από τις ανάγκες του πληθυσμού και ενός μίνιμουμ πλέγματος ασφαλείας, το οποίο είναι απαραίτητο σε οποιοδήποτε κράτος ευημερίας. Αυτά είναι νεοαποικιοκρατικά. Διότι, αν κοιτάξετε τι έκανε το ΔΝΤ στη Λατινική Αμερική τη δεκαετία του ’90, μία μία αυτές οι ενέργειες και λειτουργίες έχουν γίνει και στην Ελλάδα».

Αυτό που περιγράφετε είναι μια πολιτισμική κρίση. Κι ενώ οι πολλοί ισχυρίζονται ότι η κρίση είναι κυρίως οικονομική, εσείς υποστηρίζετε ότι «δεν υπάρχει μεγαλύτερο ψέμα από αυτό» και τη μεταφέρετε στο ηθικό επίπεδο.

«Το χρέος, η πολύ ωραία αυτή ελληνική λέξη, έχει δύο έννοιες: δεν είναι μόνο το χρέος του οφειλέτη προς τον πιστωτή είναι και το χρέος το ηθικό: τι χρη ποιείν. Πώς κανείς πρέπει να αντιδράσει σε αυτό το φαινόμενο του οικονομικού χρέους και από την πλευρά την πολιτισμική, την πολιτική, την ηθική.

Η συζήτηση έχει καταδυναστευτεί από τους οικονομολόγους –όλοι έχουν γίνει οικονομολόγοι σήμερα–, αλλά δεν έχουμε σκεφτεί ιδιαίτερα τις συνέπειες των Μνημονίων στον τρόπο με τον οποίο οργανώνεται το τι σημαίνει να είναι κανείς Έλληνας, εγώ το λέω το “ήθος”: ένα σύνολο από συμβάσεις, ρητές και άρρητες αρχές, προκρίσεις και προϊδεασμούς που μαθαίνουμε στο σπίτι, στο σχολείο, στη γειτονιά, στην παρέα. Αυτό το ήθος βοηθάει την κοινωνικοποίηση του ατόμου και την ανεξαρτητοποίησή του, το κάνει μέλος του συνόλου, το κάνει μοναδικό υποκείμενο. Σαν τον ορισμό του χρόνου του Αυγουστίνου, δεν μπορώ να το περιγράψω ακριβώς, αλλά το βλέπω να χάνεται.

Για μένα, το ήθος το ελληνικό συμπυκνώνεται στη φιλία, τη φιλοτιμία, τη φιλοξενία – όχι μόνο προς τους αλλοεθνείς, αλλά και προς τους αγνώστους. Είναι μια σχέση τιμής και αξιοπρέπειας, μη ανταλλακτική, ανταποδοτική, αλλά χωρίς οικονομική ή ωφελιμιστική βάση. Και τα τρία αυτά χαρακτηριστικά του τι σημαίνει να είσαι Έλληνας δέχονται μια τρομερή επίθεση».

«Εκείνο που δεν έχουν προβλέψει είναι ότι το πειραματόζωο Ελλάδα θα καταλάβει το εργαστήριο και θα διώξει τους τρελούς επιστήμονες», υποστηρίζει ο Κώστας Δουζίνας. Εδώ, με τον Σλοβένο φιλόσοφο Σλαβόι Ζίζεκ, διεθνή διευθυντή του ινστιτούτου Birkbick, το οποίο διευθύνει ο Κ. Δουζίνας.

Το «ελληνικό κοινωνικό ήθος», όμως, δεν είχε διαβρωθεί και πριν από το Μνημόνιο; Το ατομικό επικρατούσε του συλλογικού σε πολλές εκφάνσεις της ζωής (πελατειακές σχέσεις, συντεχνιακά συμφέροντα).

«Δεν ήταν ένα καινούργιο φαινόμενο, επιδεινώθηκε. Η εξατομίκευση του ύστερου καπιταλισμού, με τη στροφή στα χρηματιστήρια και προς τη συνεχή κατανάλωση, με τη γενική εντολή την οποία παίρναμε στην Ελλάδα, αλλά και στον υπόλοιπο δυτικό κόσμο από το ’90 έως τις αρχές του 2000, “να καταναλώνεις συνεχώς”, “απόλαυσε”, είχε σοβαρά υποσκάψει τη λογική αυτού που ονομάζω ελληνικό ήθος. Ήταν η λογική του εκσυγχρονισμού.

Οι προμνημονιακές οικονομικές και κοινωνικές πολιτικές εστίαζαν κυρίως στο άτομο (“δανείσου για να καταναλώσεις και να αισθάνεσαι ελεύθερος” – ελευθερία εκείνα τα χρόνια σήμαινε χοντρικά Να μπορώ να επιλέξω αν θα πρέπει να έχω i-Phone ή Nokia). Επέμεναν στην “ελευθερία επιλογών” και την ατομική ευθύνη (έπρεπε να μαζεύουμε λεφτά για να στείλουμε τα παιδιά μας στο εξωτερικό να σπουδάσουν, να έχουμε ιδιωτικές ασφαλίσεις υγείας). Αυτός ήταν ο τρόπος που έβαζε τη λογική της αγοράς και του κέρδους σε όλες τις μεγάλες κοινωνικές υπηρεσίες. Μια καθολική εντολή επέβαλε στους ανθρώπους να καταναλώνουν και ταυτόχρονα μια υπόρρητη υπόδειξη μας ψιθύριζε ότι με την κατανάλωση και την υποτιθέμενη ηθική της ατομικής ευθύνης γινόμαστε ελεύθεροι.

Αυτό λοιπόν ήταν που ανατράπηκε σε ένα βαθμό με το Μνημόνιο. Γιατί η πίσω όψη του ίδιου νομίσματος, που προωθεί υποτίθεται την ατομική ευδαιμονία, την ευτυχία και κατανάλωση, είναι μια βίαιη πολιτική και οικονομική παρέμβασης, σε ολόκληρο τον πληθυσμό, το έθνος, τη γενετική πληροφορία των Ελλήνων, που θα μπορούσε να καταστραφεί αν συνεχίζαμε σε αυτή την πορεία.

Πρέπει τώρα να εγκαταλείψουμε το άτομο και να προχωρήσουμε στην πειθάρχηση και τον έλεγχο ολόκληρου του πληθυσμού, σε επαναπροσδιορισμό της ελληνικής υπόστασης».

«Έχουμε ένα εξαιρετικά εύφλεκτο δημογραφικό μείγμα, αφού η πλειοψηφία των νέων που πλήττονται από το σύστημα έχουν ακριβώς τις ίδιες δεξιότητες με την ελίτ. Και παρόλο που δεν ξέρουμε πότε η επόμενη ανάφλεξη/εξέγερση θα γίνει, είμαστε απολύτως βέβαιοι ότι θα γίνει στο άμεσο μέλλον», λέει ο Κ. Δουζίνας. «Είμαι διατεθειμένος να χάσω τη δουλειά μου, για να αποκτήσω φωνή», γράφει το πλακάτ του διαδηλωτή του κινήματος Occupy Wall Street.

Γράφετε, μάλιστα, ότι «η Ελλάδα θα πληρώνει για δεκαετίες τη διάλυση μιας ολόκληρης γενιάς, τη “γενιακτονία” που συντελείται σήμερα».

«Σήμερα στην Ελλάδα υπάρχει πάνω από 50% ανεργία στους νέους και νέοι οι οποίοι εργάζονται μεν, αλλά όχι σε μόνιμη δουλειά που δίνει μια ασφάλεια και επιτρέπει να προγραμματίσεις τη ζωή σου.

Υπάρχει, όμως, και η άλλη πλευρά αυτής της “γενιακτονίας”. Αυτή τη στιγμή στην Ευρώπη γύρω στο 60% των νέων ανθρώπων έχουν μεταλυκειακή εκπαίδευση. Αυτό οδηγεί σε μια πρωτοφανή δημογραφική κατάσταση, στην οποία η ελίτ και οι άνεργοι ή οι άνθρωποι που δεν έχουν αυτή τη στιγμή δουλειά, αλλά δεν έχουν και στον ήλιο μοίρα, έχουν ακριβώς τις ίδιες δεξιότητες, την ίδια δυνατότητα να χρησιμοποιήσουν τα βασικά εργαλεία του ύστερου καπιταλισμού – τις τεχνολογίες του Διαδικτύου, τη διαδικτύωση κ.λπ.

Μέχρι πρόσφατα οι ελίτ –πολιτικές, πανεπιστημιακές κ.λπ.– είχαν πολύ περισσότερες γνώσεις από το μέσο πολίτη. Αυτό τώρα έχει πλήρως ανατραπεί. Στο Σύνταγμα, πέρυσι, στην ομάδα που ασχολούνταν με τα media, συμμετείχαν έξι παιδιά με διδακτορικό, δύο χρόνια άνεργα. Αυτή η ομάδα είχε όλες τις ικανότητες αλλά και τον ενθουσιασμό που έχει οποιοσδήποτε δουλεύει στο υπουργείο Οικονομικών. Αν τους πηγαίναμε στο υπουργείο Οικονομικών, η πάταξη της φοροδιαφυγής θα γινόταν πολύ πιο εύκολη υπόθεση.

Αυτό λοιπόν το δημογραφικό στοιχείο δημιουργεί το εξής περίεργο φαινόμενο, το οποίο βρίσκεται σε μεγάλο βαθμό πίσω από τις εξεγέρσεις στη βόρεια Αφρική, στην Ισπανία, στην Ελλάδα και στα κινήματα “Καταλάβετε τη Γουόλ Στριτ”: διότι, εάν έχεις χιλιάδες ή εκατομμύρια ανέργους, μηχανικούς, αρχιτέκτονες, δικηγόρους κ.λπ., αυτοί τείνουν να είναι και θα γίνουν πιο “επαναστατικοί” από τον ίδιο αριθμό ανειδίκευτων εργατών. Έχουμε ένα μείγμα δημογραφικό το οποίο είναι εξαιρετικά εύφλεκτο. Και, παρόλο που δεν ξέρουμε πότε η επόμενη ανάφλεξη/εξέγερση θα γίνει, είμαστε τελείως σίγουροι ότι θα γίνει – στην Ευρώπη, στον κόσμο, ή πιθανόν και στην Ελλάδα, στο άμεσο μέλλον».

Του αναφέρω ότι μέσα στο έρεβος ενός «κυνικού καπιταλισμού», που οδηγεί ακόμα και σε δημόσιες αυτοκτονίες (Μπουαζίζι, Χριστούλας), πολλοί βλέπουν τη ζωή να γεννιέται ξανά μέσα από τα κινήματα και την ανατροπή του πολιτικού σκηνικού. «Η ιστορία μάλλον δεν “έχει τελειώσει”, όπως υποστήριζαν οι θιασώτες του νεοφιλελευθερισμού. Θεωρείτε ότι οι συνθήκες είναι ώριμες για να αλλάξουμε τον κόσμο;»

«Ναι, υπάρχει ένα απαραίτητο συστατικό αυτής της αλλαγής. Για την “ηθική αλλαγή” στην Ιστορία, χρειάζονται συνήθως δύο στοιχεία. Το ένα είναι το υποκειμενικό: Η βούληση. Η βούληση του κόσμου, ο οποίος μπορεί να είναι λίγος στην αρχή, να αλλάξει αυτό το οποίο αρνείται τις βασικές αρχές του κοινωνικού ήθους. Το δεύτερο είναι να υπάρχουν και οι αναγκαίες συνθήκες, οι αναγκαιότητες της Ιστορίας. Όταν αυτά τα δύο συγκλίνουν, γίνεται η αλλαγή.

Εκείνο όμως που γνωρίζαμε, αλλά το είχαμε ξεχάσει και το θυμηθήκαμε στις εξεγέρσεις των τελευταίων 2-3 χρόνων, είναι ότι μερικές φορές, ενώ έχουμε και τα δύο στοιχεία, συχνά αυτό που απαιτείται είναι μια σπίθα, ένα τυχαίο και απρόβλεπτο γεγονός. Η αυτοπυρπόληση, για παράδειγμα, του Μπουαζίζι στην Τυνησία. Από αυτό ξεκίνησε η σεκάνς των εξεγέρσεων σε Αίγυπτο, Ισπανία, Ελλάδα κ.λπ.

Όταν, όμως, η βούληση και οι αντικειμενικές συνθήκες συνδυάζονται μεν αλλά δεν συντίθενται σε μια κοινή κίνηση για να αλλάξει ο κόσμος, αυτό οδηγεί στη βία, που εμφανίζεται ως προσωρινή λύση».

Οι συνθήκες μοιάζουν ώριμες για αλλαγή στην Ελλάδα. Ο κόσμος, όμως, φοβάται ακόμα. Είναι χαρακτηριστικό ότι ενώ πριν από ένα χρόνο μιλούσαμε για άμεση δημοκρατία, σήμερα η δημόσια συζήτηση έχει περιοριστεί στο δίλημμα «ευρώ ή δραχμή». Ενόψει και των εκλογών της 17ης Ιουνίου, θεωρείτε ότι ο ελληνικός λαός θα αναλάβει τελικά την ευθύνη της Ιστορίας του;

«Κατ’ αρχάς να πω ότι χωρίς αυτό που έγινε στις πλατείες, που διεκδικούσαν την άμεση δημοκρατία, η 6η Μαΐου δεν θα είχε συμβεί. Δεν υπήρχε αλλιώς καμία περίπτωση να έχουμε τέτοια αποτελέσματα, παρότι οι περισσότεροι σχολιαστές δεν το έχουν αναγνωρίσει. Δεν υπήρχε περίπτωση όλος αυτός ο κόσμος, ένα μεγάλο τμήμα του οποίου προερχόταν από ΠΑΣΟΚ και Ν.Δ., να ψηφίσει, για παράδειγμα, Αριστερά. Είχε σπάσει αυτός ο πάγος στις πλατείες.

Οι πλατείες δεν είναι ότι τελείωσαν τη μεταπολιτευτική περίοδο, όπως λένε όλοι οι σχολιαστές. Διότι έχουμε ακόμα δημοκρατία, έχουμε τις βασικές συνταγματικές εγγυήσεις για τα δικαιώματα κ.λπ. Αυτό που τελείωσαν για μένα ήταν η μετεμφυλιακή περίοδος. Δηλαδή, ο διαχωρισμός του κόσμου σε αριστερούς και δεξιούς, στους νικητές και τους ηττημένους.

Αυτό που έκαναν λοιπόν οι πλατείες ήταν να φέρουν αυτόν τον κόσμο μαζί, στον ίδιο φυσικό χώρο, κι έτσι άρχισαν να μιλάνε ο ένας με τον άλλο και να ανακαλύπτουν πάρα πολύ γρήγορα ότι οι ιστορικές μου καταβολές και οι ιδεολογικές μου τοποθετήσεις μπορεί να διαφέρουν με του διπλανού μου, το συμφέρον μου το ταξικό όμως είναι ίδιο. Αυτός λοιπόν ο κόσμος, που έμαθε ότι ούτε οι δεξιοί είναι όλοι αντιδραστικοί ούτε οι αριστεροί είναι όλοι άνθρωποι με κονσερβοκούτια, έδωσε το τελευταίο εκλογικό αποτέλεσμα.

Η άμεση δημοκρατία ήταν απαραίτητη, και ήταν ακριβώς αυτού του είδους οι ενέργειες, οι πρακτικές, οι λόγοι που ακούστηκαν στο Σύνταγμα και στις άλλες πλατείες που προετοίμασαν το έδαφος για την 6η Μαΐου.

Το πρώτο που λέω σαν Έλληνας του εξωτερικού είναι ότι μετά από 2,5 χρόνια, που το μόνο που λεγόταν για την Ελλάδα και τους Έλληνες ήταν ότι είμαστε κλέφτες, ψεύτες, τύποι διεφθαρμένοι, αυτή τη στιγμή στα πρωτοσέλιδα των διεθνών ΜΜΕ τίθεται το ερώτημα “γιατί ο ελληνικός λαός αντιστέκεται”. Μεγάλη, θετική αλλαγή για την Ελλάδα και την Ευρώπη».

«Εμείς γνωρίζουμε την πολιτική ανυπακοή μέσα από την Αγία Αντιγόνη του κινήματος της Ανυπακοής. Στην Ελλάδα του Μνημονίου, ο κόσμος ο οποίος αντιστέκεται μέσα από τα κινήματα, όχι μόνο δεν παρανομεί, αλλά έρχεται εκεί και με ένα νομικό δικαίωμα, το οποίο δίνει στον καθένα από μας την υποχρέωση και το δικαίωμα να υποστηρίξουμε θεμελιώδεις αρχές όταν οι πολιτικοί και οι νόμοι του κράτους τούς παραβιάζουν», θα πει ο Κώστας Δουζίνας.

Πιστεύετε ότι η αντίσταση αυτή θα συνεχιστεί στις κάλπες της 17ης Ιουνίου;

«Η δουλειά ημών των πολιτικών φιλοσόφων δεν είναι να προβλέπουμε. Ελπίζω λοιπόν ως ένας απλός πολίτης ότι ο κόσμος θα αμυνθεί στην επίθεση του εκφοβισμού που γίνεται. Παίζονται πολλά παιχνίδια σε οικονομικό επίπεδο, αλλά παίζεται και το μέλλον της Ελλάδας και της Ευρώπης. Διακυβεύεται αυτό που θα ονομάζαμε “η ιδέα της Ευρώπης”. Θα προχωρήσει η Ε.Ε. σε μια κατεύθυνση στην οποία η βασική αξία αυτού του μεγάλου –αν και κάποτε καταστροφικού πολιτισμού (αποικιοκρατία κ.λπ.)–, αλλά και το κέντρο της οικονομικής, κοινωνικής και πολιτισμικής ανάπτυξης θα είναι τα κέρδη των μεγάλων εταιρειών και των τραπεζών; Ή σε μια Ευρώπη που θα γυρίσει στις αρχικές της υποσχέσεις περί κοινωνικής αλληλεγγύης, κοινωνικής δικαιοσύνης και κοινωνικής ισότητας; Όταν η Ελλάδα έμπαινε στην ΕΟΚ, αυτά περιμέναμε.

Με έναν περίεργο τρόπο ο ελληνικός λαός αυτή τη στιγμή παλεύει γι’ αυτό το μέλλον και της Ευρώπης – και όχι μόνο της Ελλάδας. Και νομίζω πάρα πολύς κόσμος εδώ, στη Δύση, το έχει καταλάβει: ότι στις εκλογές της 17ης Ιουνίου προφανώς παίζεται κατ’ αρχάς και άμεσα το μέλλον του ελληνικού λαού, αλλά παίζεται και το ποιο θα είναι το μέλλον της Ευρώπης, ποια θα είναι η ιδέα της Ευρώπης, το θεμέλιο της Ε.Ε., της ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης για τα επόμενα 50 χρόνια».

Καθώς η συζήτηση με τον Κώστα Δουζίνα έφτασε στο τέλος της, η λέξη χρέος ξαφνικά αποκτούσε μόνο μία έννοια: «τι χρη ποιείν». Πόσο μάλλον σήμερα, που, όπως λέει ο Κ. Δουζίνας, «η έννοια και τα όρια της δημοκρατίας παίζονται πάλι στον τόπο που γεννήθηκαν»… Κι αν κάποιος αναρωτιέται «Μα, εγώ θα αλλάξω τον κόσμο;» είναι χρήσιμο να παραθέσουμε την απάντηση που θα έδινε ένας άλλος μεγάλος φιλόσοφος, ο Κορνήλιος Καστοριάδης, σε αυτό: «Ναι, κύριε, εσύ θα τον αλλάξεις. Από το χώρο και τον τομέα που υπηρετείς».

Κλάους Ερνστ: «Εάν η Μέρκελ επιτύχει, αυτό θα είναι το τέλος της δημοκρατίας στην Ευρώπη»

2 Σχόλια

Ο Κλάους Ερνστ είναι πρόεδρος του κόμματος της γερμανικής Αριστεράς Die Linke

Συνέντευξη στη Δέσποινα Παπαγεωργίου [δημοσιεύτηκε στο περιοδικό «Crash», τ. Δεκεμβρίου 2011]

«Είναι σαν ένας διαρρήκτης να έχει αδειάσει ένα σπίτι και κατόπιν να δίνει δάνειο στο θύμα ανεβάζοντας διαρκώς τους τόκους, και στο τέλος να στέλνει και τον κλητήρα να πάρει ό,τι έχει απομείνει»: βάζοντας το γερμανικό κράτος στο ρόλο του διαρρήκτη και την Ελλάδα στο ρόλο του θύματος, αυτή ήταν η παρομοίωση που είχε χρησιμοποιήσει το κόμμα της γερμανικής Αριστεράς Die Linke όταν απέρριπτε το πακέτο στήριξης της καγκελαρίου Μέρκελ προς την Ελλάδα, μαζί με τους δυσβάσταχτους όρους του.

Υπάρχει λοιπόν τουλάχιστον ένα κόμμα στο γερμανικό Κοινοβούλιο που εναντιώνεται με δριμύτητα απέναντι στην πειραματική πλατφόρμα που εφαρμόζει η καγκελάριος στη χώρα μας. Το «Crash» συνάντησε τον πρόεδρο του Die Linke Κλάους Έρνστ, κατά την επίσκεψή του στην Αθήνα, τον Νοέμβριο, όπου μίλησε σε εκδήλωση του κόμματος της Ευρωπαϊκής Αριστεράς, μαζί με τον πρόεδρο του ΣΥΡΙΖΑ Αλέξη Τσίπρα και τον Μανώλη Γλέζο, στο δημαρχείο της Καισαριανής.  

Η αίθουσα ήταν κατάμεστη. Πηγαδάκια δεξιά κι αριστερά. Ζωηρές συζητήσεις. Ξαφνικά, τα χαμόγελα πληθαίνουν. Το κλίμα γίνεται πιο ζεστό. Έχει μπει στην αίθουσα μια ομάδα με κόκκινα μπουφάν. «Είναι οι Βενεζουελανοί», λέει κάποιος. «Έχουν έρθει να στηρίξουν το εγχείρημα». Μόλις πλησιάζουν, καταλαβαίνω γιατί τα χαμόγελα έγιναν πλατύτερα με την είσοδό τους: τα μανίκια στα τζάκετ τους φέρουν το ένα την ελληνική και το άλλο τη γερμανική σημαία.

Ο Κλάους Ερνστ θεωρεί γελοίο ότι η κρίση αποδίδεται στα PIIGS (Πορτογαλία, Ιταλία, Ιρλανδία, Ελλάδα και Ισπανία) και αποδομεί πλήρως τη θεωρία που θέλει τη Γερμανία «χαμένη» και «τη μόνη που πληρώνει για να σώσει την Ευρώπη». Στην ομιλία του, είπε ξεκάθαρα ότι το πλεόνασμα της Γερμανίας είναι τα ελλείμματα των υπόλοιπων χωρών την Ευρώπης. Πράγματι, σύμφωνα με τον Κρούγκμαν στους «New York Times», το συνολικό άθροισμα των ελλειμμάτων Πορτογαλίας, Ιταλίας, Ελλάδας και Ισπανίας είναι 183 δισ. δολάρια, ενώ το πλεόνασμα της Γερμανίας 182 δισ. δολάρια… Στη συνέντευξή του στο «Crash», ο πρόεδρος του Die Linke έφερε σαν παράδειγμα ότι η Γερμανία διπλασίασε τις εξαγωγές τροφίμων προς την Ελλάδα από το 2000 και ότι τα φθηνά γερμανικά προϊόντα σκοτώνουν την ελληνική οικονομία.

Η συζήτηση ξεκινά από ένα ζήτημα, αναγκαίο να διευκρινιστεί. Όπως προαναφέρθηκε, τo Die Linke ήταν το μοναδικό κόμμα στο γερμανικό Κοινοβούλιο που καταψήφισε το πακέτο στήριξης που προωθούσε η γερμανική κυβέρνηση για την Ελλάδα. Αναφέρω στον πρόεδρο ότι στη Γερμανία, καθώς και σε άλλες χώρες, υπάρχει ένα ρεύμα που υποστηρίζει ότι δεν πρέπει να δίνεται βοήθεια στην Ελλάδα, γιατί «οι τεμπέληδες Έλληνες ξοδεύουν περισσότερο από όσο τους αναλογεί» και δεν την αξίζουν. Και τον ρωτώ ποιο είναι τελικά το σκεπτικό με βάση το οποίο το Die Linke καταψήφισε το πακέτο στήριξης.

«Το κόμμα μας δεν ψήφισε “όχι” για τη βοήθεια στην Ελλάδα», μου απαντά. «Για την ακρίβεια, για περίπου ένα χρόνο ήμασταν το μόνο κόμμα στο γερμανικό Κοινοβούλιο που τασσόμασταν υπέρ του να υπάρξει ισχυρή στήριξη στον αγώνα της Ελλάδας κατά της κερδοσκοπίας των αγορών, μια κερδοσκοπία που υπονόμευε την οικονομική σταθερότητα της Ελλάδας. Ζητούσαμε ευρωομόλογα, όταν ακόμα η Μέρκελ τασσόταν εναντίον οποιασδήποτε μορφής βοήθειας για την Ελλάδα».

Ακόμα και μέχρι την ώρα που γράφονταν αυτές οι γραμμές, η Γερμανίδα καγκελάριος έλεγε «όχι» στην προοπτική του ευρωομολόγου. Ο Κλάους Ερνστ συνεχίζει:

«Το πρόγραμμα που εφαρμόζεται όμως δεν είναι πρόγραμμα βοήθειας για τους Έλληνες αλλά ένα πρόγραμμα που ενισχύει τα κέρδη των τραπεζών. Ψηφίσαμε «όχι» γιατί το νέο δάνειο συνδέεται με συμφωνία με νέα μέτρα αυστηρής δημοσιονομικής λιτότητας που οδηγούν πολλούς Έλληνες στη φτώχεια και την ανεργία. Δεν μπορούμε να πούμε «ναι» σε περικοπές μισθών και συντάξεων, σε απολύσεις και σε περικοπές κοινωνικών δαπανών για τους Έλληνες. Θέλουμε να βοηθήσουμε τους Έλληνες. Γι’ αυτό κάναμε την πρόταση για μια συστημική λύση.

Σε τι συνίσταται μια τέτοια λύση;

«Πρώτον, πρέπει να διαχωρίσουμε τη χρηματοδότηση των κρατών από τις αγορές. Προτείνουμε μια δημόσια τράπεζα που θα δίνει την πίστωση που τώρα χορηγεί η ΕΚΤ στις χώρες της Ευρωζώνης με λογικά επιτόκια. Μπορούμε να ιδρύσουμε μια τέτοια τράπεζα σήμερα, χωρίς καμία αλλαγή στις ευρωπαϊκές συνθήκες.

Δεύτερον, χρειαζόμαστε ισχυρό έλεγχο των αγορών. Οι τράπεζες πρέπει να τεθούν υπό δημόσιο έλεγχο.

Και, τρίτον, χρειαζόμαστε μια κοινή ευρωπαϊκή πολιτική για τους μισθούς, τη φορολογία και την κοινωνική ασφάλιση. Για τη Γερμανία αυτό σημαίνει: υψηλότεροι μισθοί, υψηλότερες συντάξεις, καλύτερη κοινωνική ασφάλιση και, σαν συνέπεια αυτού: περισσότερες εισαγωγές από τους Ευρωπαίους γείτονές μας».   

»Υπάρχει μια θεωρία για την προέλευση της κρίσης η οποία προβάλλεται από τα ΜΜΕ, και μια άλλη, η οποία αποκρύπτεται. Η πρώτη, αυτή που προβάλλεται, υποστηρίζει ότι το ευρωπαϊκό οικοδόμημα απειλείται από την εισροή μεταναστών, την πολυπολιτισμικότητα και, πλέον, και από τις χώρες P.I.I.G.S.

Πώς αξιολογείτε την πρώτη θεωρία και γιατί πιστεύετε ότι αποτελεί την πλέον διαδεδομένη ως «εξήγηση» της κρίσης;

«Αυτή η θεωρία είναι γελοία», απαντά χωρίς περιστροφές. «Είναι η πιο διαδεδομένη απλώς γιατί προωθείται από πολλές εφημερίδες, ραδιοφωνικούς και τηλεοπτικούς σταθμούς. Ακούστε: τα περισσότερα μέσα μαζικής ενημέρωσης ανήκουν σε μεγάλους επιχειρηματίες. Και αυτούς τους επιχειρηματίες δεν τους ενδιαφέρει καθόλου οι πολίτες να έχουν γνώση».

Υπάρχει όμως και μια άλλη θεωρία για την προέλευση της κρίσης: Ο Γερμανός φιλόσοφος Κάρολος Μαρξ, πριν από σχεδόν 200 χρόνια, ανέλυσε λεπτομερειακά το πώς το δημόσιο χρέος χρησιμοποιείται ως μέσο για να δημιουργείται και να θρέφεται μια οικονομική και πολιτική ολιγαρχία. Πού αποδίδετε το γεγονός ότι αυτή η θεωρία αποκρύπτεται ολοκληρωτικά;

«Ο μεγαλύτερος κίνδυνος για την ΕΕ είναι οι ολοένα διευρυνόμενες ανισότητες σε συνδυασμό με τις ανεξέλεγκτες αγορές», απαντά ο πρόεδρος. Και, συνεχίζοντας, υποστηρίζει ότι και οι Γερμανοί εργαζόμενοι είναι θύματα της πολιτικής που διευρύνει τις ανισότητες: «Θα σας πω, για παράδειγμα, κάτι που αφορά στη Γερμανία: το ποσοστό του εθνικού εισοδήματος που αντιστοιχεί σε μισθούς και συντάξεις συρρικνώνεται από το 1981. Εάν το 2010 είχαμε το ίδιο ποσοστό του εθνικού εισοδήματος για τους μισθούς που είχαμε το 1981, οι Γερμανοί εργαζόμενοι θα είχαν λάβει 140 δισ. ευρώ περισσότερα από όσα έχουν λάβει σήμερα. Αυτά τα δισεκατομμύρια λοιπόν, κατάληξαν στους λογαριασμούς επιχειρήσεων, τραπεζών και μετόχων. Αυτά τα προϋπάρχοντα χρήματα είναι η αρχή της κρίσης. Έγιναν χρήματα τζόγου για τους τραπεζίτες».

Στέκομαι στη φράση του ότι το μεγαλύτερο πρόβλημα της Ευρώπης είναι οι ανεξέλεγκτες αγορές. Και προφανώς και η «στενή τους σχέση» με πολιτικούς. Το Μάιο του 2010, η αντιπρόεδρος του κόμματος Σάρα Βάγγενκνεχτ, κατακεραυνώνοντας τη γερμανική κυβέρνηση σχετικά με την πολιτική των πακέτων στήριξης, είχε πει: «Στρώσατε μαλακό στρώμα στον Άκερμαν [σσ. πρόεδρο της Deutsche Bank] ενώ υπαγορεύετε στην Ελλάδα οικονομικό πακέτο με ανυπόφορες συνέπειες που θα ρίξει τη χώρα στην ύφεση και τότε θα καταστεί μη φερέγγυα… Χτίζετε κάστρα στην άμμο για να αποτρέψετε ένα τσουνάμι. Και κάνετε πως δεν γνωρίζετε, λες και είστε άσχετοι από πολιτική οικονομία. Παραδεχτείτε ότι απλά δεν έχετε τα κότσια να τα βάλετε με τους οικονομικούς καρχαρίες. Το πρόβλημα είναι η δειλία σας και ότι έχετε πάρει εκατομμύρια σε δωρεές».

Στην ίδια εκείνη ομιλία, η Βάγγενκνεχτ είχε παρομοιώσει το γερμανικό κράτος με διαρρήκτη και την Ελλάδα με θύμα, όπως αναφέρθηκε στην αρχή. Με αφορμή το τελευταίο, ρωτώ τον Κλάους Ερνστ αν τελικά συνιστά μορφή κλοπής η πολιτική που επιβάλλει η Ε.Ε., με επικεφαλής την καγκελάριο Μερκελ, στην Ελλάδα.

«Νομίζω ότι είναι μια λανθασμένη πολιτική με καταστροφικές συνέπειες», απαντά. Και συμπληρώνει: «Η πραγματικότητα είναι ότι η Γερμανία παρείχε πλεονεκτήματα έναντι του ανταγωνισμού στις γερμανικές επιχειρήσεις με περικοπές μισθών, συντάξεων και κοινωνικής ασφάλισης».

Το γερμανικό «νταμπινγκ» μισθών, όπως το έχουν ονομάσει οι ειδικοί. Ακούω τον πρόεδρο καθώς συνεχίζει, να αναφέρεται στην εμπειρία του σε ένα αθηναϊκό… σουπερμάρκετ:

«Την προηγούμενη εβδομάδα ήμουν σε ένα σουπερμάρκετ στην Αθήνα. Είδα: γάλα από τη Γερμανία, γιαούρτι από τη Γερμανία, μπίρα από τη Γερμανία. Και, μετά τη βόλτα στο κατάστημα, αναρωτιόμουν γιατί και το ελαιόλαδο δεν παράγεται στη Γερμανία… Η Γερμανία διπλασίασε τις εξαγωγές της σε τρόφιμα στην Ελλάδα από το 2000. Τα φθηνά γερμανικά προϊόντα σκοτώνουν την ελληνική οικονομία. Εάν πουλάς στους γείτονές σου περισσότερα από όσα αγοράζεις από αυτούς για χρόνια, θα έρθει κάποια στιγμή που τα μέλη σου δεν θα μπορούν να πληρώσουν το λογαριασμό και το χρέος τους. Είναι, επίσης, μια πολιτική αυτοκτονίας».

Και αν στο σύνολο προσθέσουμε τις ελληνικές προμήθειες γερμανικών αρμάτων μάχης και γερμένων υποβρυχίων, σκέφτομαι, τότε σίγουρα ο λογαριασμός μεγαλώνει… 

Συνομιλώντας με τον Κλάους Έρνστ (φωτό: Κώστας Μπεβεράτος, επεξεργασία: Μιχάλης Τσίτας)

«Μια πολιτική αυτοκτονίας, λοιπόν…», του λέω. «Πράγματι, πολλοί αναλυτές υποστηρίζουν ότι η Γερμανία είναι “ο μεγαλύτερος ωφελημένος της Ευρωζώνης”. Η γερμανική οικονομία, μάλιστα, παρόλη την κρίση, αναπτύχθηκε εντυπωσιακά στο τρίτο τρίμηνο του 2011. Οπότε, γιατί ρισκάρει -αν θεωρείτε ότι ρισκάρει- ασκώντας μια πολιτική που προφανώς θέτει σε κίνδυνο την Ευρωζώνη, και άρα ίσως και τη γερμανική οικονομία;»

«Εδώ, οι απαντήσεις είναι δύο», απαντά. «Η πρώτη είναι: η ιδεολογία. Η Μέρκελ είναι ένθερμη υποστηρίκτρια του νεοφιλελευθερισμού και οι σύμβουλοί της είναι νεοφιλελεύθεροι οικονομολόγοι από τη λίθινη εποχή. Δεν μπορούν να αναλύσουν τα γεγονότα που δείχνουν ότι η Ευρώπη κατρακυλά για δεύτερη φορά από το 2008 σε βαθιά οικονομική κρίση. Η Μέρκελ και η κυβέρνησή της βλέπουν μια δημοσιονομική και νομισματική κρίση, αλλά όχι μια κρίση της οικονομίας. Κάποιες φορές θυμάμαι τον Κλίντον που είπε σε μια προεκλογική καμπάνια το 1992, απευθυνόμενος στον πατέρα Μπους: «Είναι η οικονομία, ηλίθιε!» Φοβούνται την άνοδο του πληθωρισμού εάν η ΕΚΤ επιδοθεί πιο ενεργά στην καταπολέμηση της οικονομικής κρίσης. Κατά την άποψή τους, μία ποσοστιαία μονάδα πληθωρισμού παραπάνω είναι χειρότερη από ό,τι ένα εκατομμύριο περισσότεροι άνεργοι άνθρωποι.

Η δεύτερη απάντηση είναι: τα λόμπι. Η κυβέρνηση της Μέρκελ καθοδηγείται από τις επιταγές και τις συμβουλές τραπεζιτών όπως ο κ. Άκερμαν της Deutsche Bank. Υπήρξαν κάποιοι νέοι νόμοι για τους κανόνες που ρυθμίζουν την τραπεζική δραστηριότητα, αλλά αυτοί στην πραγματικότητα γράφτηκαν από ειδικούς ιδιωτικών τραπεζών! Εάν λέτε ότι η Μέρκελ είναι η ηγέτιδα της Ευρώπης, κάνετε λάθος! Η Μέρκελ είναι ένα είδος εισαγγελέα που βοηθά τις τράπεζες να ρημάξουν τους ανθρώπους. Η πραγματική δύναμη από πίσω της είναι οι επικεφαλής των αγορών. Και αυτοί δεν θέλουν μια λύση που θα τους στερήσει όσα κερδίζουν από την κερδοσκοπία με τα ομόλογα».

Στην ομιλία σας στην Ελλάδα είπατε επίσης ότι «η Μέρκελ είναι σήμερα η πιο επικίνδυνη πολιτικός της Ευρώπης». Θα θέλατε να μας το αναλύσετε;

«Για την ακρίβεια, η κ. Μέρκελ είναι η πιο επικίνδυνη γυναίκα στην Ευρώπη», λέει, χωρίς να φαίνεται να διστάζει καθόλου στην επιλογή των λέξεων. «Καταστρέφει το Ευρωπαϊκό Κοινωνικό Κράτος, με αντιδημοκρατικά και αντικοινωνικά προγράμματα δημοσιονομικής αυστηρότητας. Εάν επιτύχει, τότε αυτό θα είναι αναμφισβήτητα το τέλος της δημοκρατίας στην Ευρώπη».

Οι παρεμβάσεις σε Ελλάδα και Ιταλία αφήνουν τις χώρες αυτές σε μια μη διακηρυγμένη κατάσταση εκτάκτου ανάγκης. Στους εργαζόμενους, τους συνταξιούχους, τους φοιτητές, τα παιδιά, δεν τους δίνεται περιθώριο να αντιδράσουν εναντίον αυτής της πολιτικής που περικόπτει τα εισοδήματά τους, την υγειονομική τους περίθαλψη, την κοινωνική ασφάλιση και τις ευκαιρίες τους στη ζωή. Και αυτές οι δύο χώρες είναι μόνο η αρχή. Στην Πορτογαλία, η επιδρομή βρίσκεται σε εξέλιξη.

Νομίζω ότι στο τέλος θα έχουμε σε ολόκληρη την Ευρώπη ένα είδος μεταδημοκρατικής τάξης πραγμάτων, εάν δεν μπορέσουμε να κινητοποιηθούμε γρήγορα εναντίον αυτής της πολιτικής». 

Γερμανοί διαδηλωτές έξω από το κτίριο της ΕΚΤ στη Φρανκφούρτη

Το γερμανικό χρέος αυξήθηκε φέτος, οι μισθοί και συντάξεις στη Γερμανία μειώθηκαν τα τελευταία χρόνια και, την ίδια στιγμή, η Deutsche Bank ετοιμάζεται να ανακοινώσει κέρδη-ρεκόρ (σύμφωνα με το «Spiegel») 10 δισ. ευρώ για το 2011.  Αν μου επιτρέπετε να γυρίσω την συζήτηση λίγο πίσω, μήπως η θεωρία που ανάγει την κρίση σε πρόβλημα μεταξύ «κακών» και «καλών» λαών, «τεμπέληδων» και «εργατικών», θέλει ουσιαστικά να κρύψει έναν διαρκώς οξυνόμενο ταξικό πόλεμο; Μήπως θέλει να κρύψει ότι για την κρίση ευθύνονται ιδρύματα τύπου Goldman Sachs;

«Είναι υποχρέωσή μας να αποφύγουμε μια κλιμάκωση που θα ήταν καταστροφική», απαντά. «Πρέπει να αγωνιστούμε μαζί για μια άλλη Ευρώπη. Το “μαζί” σημαίνει μια κοινή πλατφόρμα εναντίον της κρίσης των κομμάτων της Αριστεράς στην Ευρώπη. Γι’ αυτό ήρθα στην Αθήνα και γι’ αυτό πήγα και στη Λισαβόνα, για να συζητήσω γι’ αυτό με τους φίλους μας.

Επιπλέον, αυτό σημαίνει ότι τα ευρωπαϊκά συνδικάτα πρέπει να αγωνιστούν μαζί εναντίον των αντιδημοκρατικών και των αντικοινωνικών προγραμμάτων λιτότητας. Όταν επιστρέψω στη Γερμανία, θα ζητήσω από τα γερμανικά συνδικάτα να εξετάσουν το ενδεχόμενο μιας Ευρωπαϊκής Γενικής Απεργίας κατά των περικοπών σε μισθούς, συντάξεις και κοινωνική ασφάλιση. Οι εργαζόμενοι είναι η πλειοψηφία στην Ευρώπη. Πρέπει να το υπενθυμίζουμε στις κυβερνήσεις μας με αυτόν τον απλό τρόπο.  

Στην Ελλάδα, όμως, ο λαός χωρίστηκε σε κοινωνικές ομάδες, κάποιες από τις οποίες συχνά διεκδικούσαν τα μέγιστα, ακόμα και σε βάρος των υπολοίπων. Αυτό οδήγησε στην υπονόμευση του συλλογικού συμφέροντος και αποδυνάμωσε το κίνημα των εργαζομένων. Μήπως ένας τέτοιος κατακερματισμός μπορεί να προκύψει και σε πανευρωπαϊκό επίπεδο, μεταξύ των εθνικών κινημάτων των εργαζομένων, με τα ίδια καταστροφικά αποτελέσματα;

Το να δράσουμε μαζί εναντίον της κρίσης είναι η μοναδική πιθανότητα που έχουμε να αποτρέψουμε την καταστροφή της ευρωπαϊκής ιδέας.

Σε ανακοίνωση του, το Die Linke στην οποία το κόμμα είχε εκφράσει «αποστροφή για την άνευ προηγουμένου καμπάνια εναντίον της Ελλάδας…» και το ότι «η δύσκολη κατάσταση της χώρας χρησιμοποιείται για να δημιουργήσει προκατάληψη». Του λέω λοιπόν πως καλή η προοπτική της κοινής πανευρωπαϊκής δράσης, αλλά ότι υπάρχει κι ένας άλλος, πολύ σοβαρός κίνδυνος απέναντι σε μια τέτοια προσπάθεια:

Με διαρρήκτη που λεηλατεί ένα σπίτι και μετά δίνει δάνειο με τόκο στο θύμα είχε παρομοιάσει τη Γερμανία η αντιπρόεδρος του Die Linke Σάρα Βάγγενκνεχτ. Στο ρόλο του θύματος, η Ελλάδα.

Το “διαίρει και βασίλευε”, μια διαχρονική, αγαπημένη αρχή των απανταχού εξουσιών. Εάν οι λαοί δεν συνειδητοποιήσουν έγκαιρα ότι δεν πρέπει να κατηγορούν ο ένας τον άλλο για την κρίση, πράγμα που έχει ήδη καλλιεργήσει έναν ιδιότυπο ρατσισμό, πιθανότατα θα χρειαστεί, όπως έχει δείξει η ιστορία, να βιώσουν τις συνέπειες με τους πιο τραγικούς τρόπους – ίσως και με αιματοκύλισμα. Διαβλέπετε έναν τέτοιο κίνδυνο; Πώς μπορεί να αντιμετωπιστεί;

«Πρέπει να κάνουμε μια νέα αρχή για την Ευρώπη, προτού να είναι αργά», τονίζει. Και μου επαναλαμβάνει τις προτάσεις του Die Linke για διαχωρισμό της χρηματοδότησης των κρατών από τις αγορές, για μια δημόσια τράπεζα που θα δανείζει με χαμηλό επιτόκιο στα κράτη, για ισχυρό έλεγχο των αγορών και δημόσιο έλεγχο των τραπεζών και για μια κοινή ευρωπαϊκή πολιτική για τους μισθούς, τη φορολογία και την κοινωνική ασφάλιση.

Και τι γίνεται με την άνοδο της ακροδεξιάς, που μπορεί να υποδαυλίσει την εχθρότητα μεταξύ λαών ή/και κοινωνικών ομάδων; Τον ρωτώ πώς του φαίνεται που το ΛΑ.Ο.Σ. συμμετέχει στην ελληνική κυβέρνηση.

«Είναι τρομερό που έσπασε ένα τέτοιο “ταμπού”, και οι συνέπειες θα είναι μοιραίες», μου απαντά. «Νομίζω πως ενώ εκτυλίσσεται η κρίση θα δούμε να ισχυροποιούνται ακροδεξιά κόμματα και κινήματα. Είναι υποχρέωση όλων των δημοκρατικών κομμάτων να αποτρέψουν την συμμετοχή αυτών των κινημάτων στην εξουσία». 

Δεν θέλω να καταχραστώ το χρόνο και την καλή του διάθεση. Εξάλλου, έχει προγραμματίσει να γευματίσει σε κάποιο εστιατόριο και ενδεχομένως να κάνει μια βόλτα στη βραδινή Αθήνα. Μια Αθήνα που έχει χάσει την αίγλη της πόλης που δεν κοιμάται ποτέ και μοιάζει ολοένα περισσότερο με τις πόλεις της Βόρειας Ευρώπης, όπου τα πάντα νεκρώνουν λίγο μετά τη δύση του ήλιου.

Θέλω να τελειώσω με κάτι ελπιδοφόρο. Τον ρωτώ ποιους πρωταρχικούς προβληματισμούς και στόχους θα μπορούσε να θέσει ένα πανευρωπαϊκό κίνημα για μια Ευρώπη δημοκρατική και πώς θα μπορούσε να συγκροτηθεί ένα τέτοιο κίνημα.

«Η λύση είναι ευρωπαϊκή, αλλιώς δεν υπάρχει», απαντά κατηγορηματικά. Μου λέει ότι αν φροντίζεις μόνο τα κέρδη των τραπεζιτών κι αφήνεις το λαό στο έλεος της κρίσης, αυτό δεν συνιστά λύση. Ελληνες και Πορτογάλοι, συμπληρώνει, απεργούν και για τους Γερμανούς.

Τον ευχαριστώ και τον καληνυχτίζω. Φεύγοντας, αναρωτιέμαι: Άραγε οι ευρωπαϊκοί λαοί θα πατήσουν κι αυτή τη φορά την μπανανόφλουδα του διχασμού, αυτοπυρπολούμενοι, τη στιγμή που όσοι άναψαν την άκρη του φυτιλιού θα δροσίζονται σε κάπιοιους εξωτικούς παραδείσους;

Ισλανδία: Μια επανάσταση που δεν τελείωσε ακόμα

leave a comment »

[Έριξαν την κυβέρνηση της χρεοκοπίας, αρνήθηκαν να πληρώσουν τα «σπασμένα» των τραπεζιτών τους, κυνηγούν δικαστικά τους υπαίτιους τραπεζίτες και πολιτικούς, γράφουν νέο Σύνταγμα και σήμερα, στα τέλη του 2011, ξαναβγαίνουν στους δρόμους κατά της κυβέρνησης, που… αλληθωρίζει προς ΔΝΤ και διαφθορά.  Μιλούν στο «Crash» δύο Ισλανδοί δημοσιογράφοι, ένας Ισλανδός πανεπιστημιακός και ένα μέλος του ισλανδικού σκέλους της οργάνωσης ATTAC]

της Δέσποινας Παπαγεωργίου [δημοσιεύτηκε στο περιοδικό «Crash», τεύχος Νοεμβρίου 2011]

Ένας μακρόσυρτος, βροντερός βρυχηθμός άρχισε να ακούγεται από τα έγκατα της γης. Τα πύρινα σπλάχνα μιας παγωμένης χώρας αναμοχλεύονταν σαν την κοιλιά ενός κήτους που γουργουρίζει. Σε λίγο, η έκρηξη. Ήταν ένα ισλανδικό ηφαίστειο. Το πυκνό απειλητικό σύννεφο τέφρας θα καθήλωνε ακόμα και τα σιδερένια πουλιά στα αεροδρόμια, πέρα από τα ισλανδικά σύνορα. Οι διεθνείς συναλλαγές θα παρουσίαζαν αρρυθμίες. Η μικρή χώρα, δυο σπιθαμές δρόμος από το βόρειο πόλο της υδρογείου, είχε πάρει για δεύτερη φορά την εκδίκησή της μέσα σε δεκαπέντε ημέρες.

Δύο εβδομάδες νωρίτερα, οι Ισλανδοί, σε μια αναπάντεχη έκρηξη οργής, είχαν αρνηθεί να πληρώσουν τα «σπασμένα» των τραπεζιτών τους σε Βρετανούς και Ολλανδούς, όπως τους είχε ζητηθεί μετά την πολύκροτη χρεοκοπία της χώρας… Το «όχι» εκείνο ήταν το αποκορύφωμα μιας εξέγερσης κατά τη διάρκεια της οποίας η ισλανδική κοινωνία αναγεννήθηκε στους δρόμους του παγωμένου Ρέικιαβικ. Από τότε πολλά έχουν αλλάξει στην Ισλανδία, αλλά, δυστυχώς, όχι αρκετά, όπως λένε οι Ισλανδοί… Η ισλανδική εξέγερση, όμως, συνεχίζεται ακάθεκτη, και δείχνει το δρόμο…

2008. Μετά την κατάρρευση των Δίδυμων Πύργων, ένα ακόμη «αδιανόητο» είχε συμβεί: η κατάρρευση της Lehman Brothers. Το δόγμα των χαρτογιακάδων των φωτεινών καντράν ότι οι «πολύ μεγάλες για να κλονιστούν» επιχειρήσεις είναι αξιόπιστες αντιμετώπιζε πλέον πρόβλημα επιβίωσης. Λίγους μήνες αργότερα, ένα ακόμα «αδιανόητο» θα συνέβαινε. Η πιο ευτυχισμένη χώρα στον κόσμο (2006), η «καλύτερη για να ζεις» (ΟΗΕ, 2007), εκείνη με το τρίτο υψηλότερο κατά κεφαλήν εισόδημα παγκοσμίως, η Ισλανδία, θα χρεοκοπούσε! «Το πάρτι τελείωσε για την Ισλανδία, το νησί που προσπάθησε να αγοράσει τον κόσμο», θα έγραφε σε άρθρο του ο «Γκάρντιαν».

«Τι στο διάολο συνέβη;» αναρωτιούνταν ισλανδικές εφημερίδες. Τα golden boys ήταν τα μόνα σε θέση να γνωρίζουν ότι η Ισλανδία είχε από το 2003 απογειωθεί σε ένα ταξίδι προς τον ήλιο μιας ψευδεπίγραφης ανάπτυξης των αριθμών, με κέρινα όμως φτερά. Γι’ αυτό και έμειναν να κοιτούν κεχηνότες τον ισλανδικό ουρανό. Έναν ουρανό τον οποίο τώρα πια δεν διέσχιζαν τόσα πολυτελή ιδιωτικά τζετ όσα την περίοδο της ευμάρειας…

Η διεθνής κερδοσκοπία φαίνεται πως είχε βάλει αριστοτεχνικά το χεράκι της: το 2007 και το 2008, όταν η ισλανδική φούσκα άρχισε να γίνεται ολοένα και πιο επικίνδυνη, με το ισλανδικό χρέος να έχει φτάσει στο… 900-1000% του ΑΕΠ, το ΔΝΤ έκανε ηπιότερη κριτική στη χώρα, ενώ οι επιτήδειοι πλήρωναν οικονομολόγους για να βεβαιώσουν ότι η Ισλανδία θα πετούσε για πολύ καιρό ακόμα στον ουρανό της «ανάπτυξης». Όπως γράφουν δύο αναλυτές στην επιθεώρηση New Left Review (τ. 65), ο Αμερικανός οικονομολόγος Φρέντερικ Μίσκιν υπέγραψε έναντι 135.000 δολαρίων έκθεση που έχει συνταχτεί από Ισλανδό οικονομολόγο και επιβεβαίωνε τη σταθερότητα των ισλανδικών τραπεζών, ενώ, για να συντάξει παρόμοια έκθεση, ο Ριτσαρντ Πορτ του London School of Economics πληρώθηκε 58.000 στερλίνες. Η δανέζικη Danske Bank, πάντως, ήδη από το 2006 αναφερόταν στην Ισλανδία ως «οικονομία του θερμοπίδακα».

Το σύστημα είχε καταφέρει να σφηνώσει κάτι πολύ σάπιο στη μέχρι πρότινος χώρα των αλιέων, των αγροτών και των… παραμυθιών. Ο Αμερικανός συγγραφέας και αναλυτής Μάικλ Λούις, μάλιστα, αναφέρει ότι εν μία νυκτί Ισλανδοί ψαράδες εγκατέλειψαν τις βάρκες τους και άρχισαν να εργάζονται στις χρηματιστηριακές συναλλαγές, χωρίς καν να έχουν παρακολουθήσει σεμινάριο οικονομικών! «Τους έπεισαν ότι είναι οικονομικοί μάγοι», λέει χαρακτηριστικά.

Στην Ισλανδία, εξάλλου, τους αρέσουν τα παραμύθια. Εάν πεις σε έναν Ισλανδό «είναι ψέματα αυτό που λες», εκείνος θα αντιγυρίσει: «Ναι, αλλά είναι όμορφο»… Οι συνήθως ήσυχοι κάτοικοι της χώρας των πάγων όμως άρχισαν να βλέπουν το παραμύθι τους να μετατρέπεται σε εφιάλτη… Για να πάρουμε την ιστορία από την αρχή, με το ξέσπασμα τη παγκόσμιας οικονομικής κρίσης, τον Σεπτέμβριο του 2008, οι τρεις βασικές τράπεζες της χώρας, Landsbanki, Kaupthing και Glitnir, κατέρρευσαν. Αυτές εντάσσονταν στο σχήμα της Icesave, που παρείχε υπηρεσίες online banking, με υψηλά επιτόκια, προσελκύοντας πολλούς Βρετανούς και Ολλανδούς μικροκαταθέτες. Οι διεθνείς οίκοι υποβάθμισαν την πιστοληπτική ικανότητα της Ισλανδίας. Οι τράπεζες κρατικοποιήθηκαν. Η ισλανδική κορόνα κατακρημνίστηκε, χάνοντας το 85% της αξίας της σε σχέση με το δολάριο.

Στο τέλος του 2008, η Ισλανδία θα κήρυττε χρεοκοπία. Ήταν η πρώτη χώρα-θύμα της οικονομικής κρίσης. Βρετανία και Ολλανδία, μετά την κατάρρευση των ισλανδικών τραπεζών, ζητούσαν από τους Ισλανδούς πολίτες να αποζημιώσουν τους δικούς τους καταθέτες στις ισλανδικές τράπεζες. Μάλιστα, ο τότε Βρετανός πρωθυπουργός Γκόρντον Μπράουν έβγαλε από το συρτάρι και τον νόμο περί τρομοκρατίας (!) για να μπλοκάρει τα περιουσιακά στοιχεία του ενεργητικού της Landsbanki στη Βρετανία, κάνοντας ακόμα και τον πρωθυπουργό της χρεοκοπίας Γκέερ Χάαρντε να αναφωνήσει: «Δεν είμαστε τρομοκράτες, κύριε Μπράουν»…

Kαι μέσα σε όλα αυτά, κατέφθασε και το ΔΝΤ στο παγωμένο Ρέικιαβικ, για να προτείνει δάνειο 2,1 δισ. –το πρώτο που θα έδινε σε ανεπτυγμένη χώρα από το 1976 στη Βρετανία– και να στηρίξει τα αιτήματα της βρετανικής και της ολλανδικής κυβέρνησης. Eίχε έρθει η ώρα οι Ισλανδοί να φτιάξουν ένα καλύτερο παραμύθι…

Έτσι, ενώ οι ΗΠΑ όρκιζαν τον πρώτο Αφροαμερικανό τους Πρόεδρο, που τους είχε υποσχεθεί να ανακτήσει τη χαμένη τους υπερηφάνεια, οι Ισλανδοί θα εισέβαλλαν στο Κοινοβούλιό τους χτυπώντας κατσαρόλες και τηγάνια και αντιδρώντας στη σύνθλιψη της δικής τους υπερηφάνειας από τους διεθνείς τραπεζίτες. Η «εξέγερση του τσουκαλιού και του τηγανιού» ήταν γεγονός, κι έβαζε φωτιές στην παγωμένη χώρα…

Η «Πύλη της Κόλασης»

Επί τρεις συναπτούς μήνες οι Ισλανδοί κατέκλυζαν κατά χιλιάδες την κεντρική πλατεία του παγωμένου Ρέικιαβικ, αναγκάζοντας τελικά σε παραίτηση, στις αρχές του 2009, την κυβέρνηση της χρεοκοπίας

Kαθισμένη επάνω στο ηφαιστειακά και σεισμικά ενεργό ρήγμα των τεκτονικών πλακών της Βόρειας Αμερικής και της Ευρώπης, η Ισλανδία μοιάζει να μην ανήκει σε καμία ήπειρο. Εκεί, λοιπόν, που οι πολικές θερμοκρασίες συναντούν την ανεξέλεγκτη θέρμη των ισλανδικών ηφαιστείων γεννιέται η ισλανδική ιδιοσυγκρασία.

Απελευθερώνοντας το εκρηκτικό στοιχείο του χαρακτήρα του, ο ισλανδικός λαός βγήκε στους δρόμους από τον Οκτώβριο του 2008, λίγο μετά την τραπεζική κατάρρευση, πετώντας αβγά, ψωμί και λαχανικά στο Κοινοβούλιο και την Κεντρική Τράπεζα, κάτι που για την Ισλανδία συνιστά βία μεγάλης κλίμακας! Ανέκαθεν, ο Ισλανδός Πρόεδρος Ολαφούρ Ραγκνάρ Γκρίμσον αρεσκόταν στο να συγκρίνει την μικρή ισλανδική κοινωνία των 320.000 πολιτών με την αρχαία Αθήνα. Τώρα, μετά τη χρεοκοπία, αυτή πράγματι έμοιαζε με την Αθήνα. Όχι, όμως, με εκείνη του Σωκράτη και του Σοφοκλή, αλλά με εκείνη των αντικυβερνητικών διαδηλώσεων.

Οι Ισλανδοί ήταν αποφασισμένοι για όλα. Επί τρεις συναπτούς μήνες, έως τον Ιανουάριο του 2009, κάθε Σάββατο απόγευμα κατέκλυζαν κατά χιλιάδες την κεντρική πλατεία του παγωμένου Ρέικιαβικ, ανάβοντας φωτιές για να ζεσταθούν, σε θερμοκρασίες κάτω από τους 0οC. Για πρώτη φορά από το 1949 και τις τότε διαδηλώσεις εναντίον της ένταξης της χώρας στο ΝΑΤΟ, η αστυνομία θα έκανε χρήση δακρυγόνων και η κυβέρνηση, χρήση του άρθρου 100 του Ποινικού Κώδικα εναντίον των πολιτικών διαδηλώσεων! Χαρακτηριστικό της έκρυθμης κατάστασης, ότι η χώρα, ενώ χρεοκοπούσε, ανέπτυσσε μια άλλη βιομηχανία: εκείνη των σωματοφυλάκων για τους πολιτικούς, ενώ μέχρι πρότινος ποπ σταρ και πρωθυπουργοί κυκλοφορούσαν δημόσια χωρίς πρόβλημα…

Τον Ιανουάριο του 2009, η κυβέρνηση Χάαρντε, μη έχοντας άλλη επιλογή, έπεσε. Το 2009, η ισλανδική οικονομία εξακολουθούσε να βρίσκεται σε κρίση, αλλά η νέα κυβέρνηση των Σοσιαλδημοκρατών έδειχνε πρόθυμη να πληρώσει τις αποζημιώσεις σε Βρετανία και Ολλανδία. Οι Ισλανδοί ξεχύθηκαν για μία ακόμη φορά στους δρόμους, απαιτώντας τουλάχιστον το ζήτημα να τεθεί σε δημοψήφισμα.

Στο πρώτο δημοψήφισμα, στις 6 Μαρτίου του 2010, το αποτέλεσμα, με ένα συντριπτικό 93%, ήταν ένα ξεκάθαρο «όχι». Το ΔΝΤ αμέσως πάγωσε το δάνειο των 2,1 δισ. ευρώ. Οι πιέσεις από τον διεθνή παράγοντα συνεχίζονταν. Για να πείσουν τους Ισλανδούς να συναινέσουν μείωσαν μάλιστα το επιτόκιο από το 5,55% στο 2,64%. Το Αλτίνγκι, το ισλανδικό Κοινοβούλιο, επικύρωσε με τα 2/3 του τη συμφωνία. Τρεις βουλευτές του Αριστερού Πράσινου Κόμματος παραιτήθηκαν σε ένδειξη διαμαρτυρίας. Κι ο Ισλανδός Πρόεδρος Ολαφούρ Ραγκνάρ Γκρίμσον, νιώθοντας την πίεση από το μαζικό κίνημα πολιτών που διαδήλωνε ξανά, ακούραστα, στους παγωμένους δρόμους του Ρέικιαβικ, αρνήθηκε να την επικυρώσει. Έτσι, κίνησε τη διαδικασία για νέο δημοψήφισμα. Ήταν η εποχή που ο «Economist», με μια ιδιαίτερα γερή δόση ειρωνείας, θα παρουσίαζε τον Γκρίμσον ως πρόεδρο-Σούπερμαν. Όπως ο ίδιος θα έλεγε αργότερα: «Μας είχαν πει ότι αν αρνούμασταν τους όρους της διεθνούς κοινότητας, θα γινόμασταν η Κούβα του Βορρά. Αλλά, αν είχαμε δεχθεί, θα γινόμασταν η Αϊτή του Βορρά»…

"Να πληρώσουν αυτοί για την κρίση", είπαν οι Ισλανδοί, υποδεικνύοντας τους υπεύθυνους της χρεοκοπίας, και δεν υπέκυψαν σε όσους απειλούσαν πως αν δεν πληρώσουν θα τους μετατρέψουν στην Κούβα του Βορρά

Οι Ισλανδοί πολίτες προσήλθαν στις κάλπες ξανά, στις 10 Απριλίου του 2011. Εάν το αποτέλεσμα ήταν «ναι», θα έπρεπε να πληρώσουν 4 δισ. ευρώ (ίσο με το 50% του ισλανδικού ΑΕΠ) σε 46 χρόνια με το μειωμένο επιτόκιο του 3%. Αντί να λουφάξουν από τις διεθνείς απειλές ότι θα τεθούν στο «πυρ το εξώτερον» των αγορών, οι Ισλανδοί απάντησαν για μία ακόμα φορά «όχι», με ποσοστό 59,8%! Ακόμα και συντάκτης του νεοφιλελεύθερου Ευαγγελίου, των «Financial Times», αναφώνησε «ναι, είναι δυνατόν να θέτουμε τους Ευρωπαίους πολίτες πάνω από τις τράπεζες».

Η βρετανική κυβέρνηση δεν έδειξε καθόλου τον ίδιο ενθουσιασμό: την επομένη μόλις του δημοψηφίσματος δήλωσε ότι θα μήνυε την Ισλανδία για 3,5 δισ. δολάρια, ενώ απείλησε να ασκεί βέτο στην υποψηφιότητα της Ισλανδίας στην Ε.Ε. μέχρι να αποπληρώσει τις αποζημιώσεις στους 340.000 Βρετανούς και Ολλανδούς καταθέτες.

«Το “όχι”, εάν κριθεί από τα βραχυπρόθεσμα αποτελέσματά του, επηρέασε αρνητικά την ισλανδική οικονομία. Αλλά, μακροπρόθεσμα θεωρώ ότι ήταν απαραίτητο… όχι μόνο για την Ισλανδία και τον λαό της, αλλά και για χώρες όπως η Ελλάδα, που βρίσκονται σε παρόμοια κατάσταση», θα πει στο «Crash» ο συντάκτης της ισλανδικής εφημερίδας «Eyjafrettir» Τζούλιους Ίνγκασον. Για να συμπληρώσει: «Τώρα υπάρχει προηγούμενο ότι ο λαός δεν θα πληρώσει για τα λάθη των τραπεζιτών – και, για την ακρίβεια, ότι δεν πρέπει να πληρώσει». Πράγματι, ακόμα και οι «New York Times» θα γράψουν για τον «Ισλανδικό Δρόμο» σε editorial τους (18-4-2011): «Η Ε.Ε. και το ΔΝΤ –τα πακέτα τους για διάσωση Ελλάδας και Ισλανδίας σχεδιάστηκαν για να αποζημιώσουν πλήρως τους πιστωτές– πρέπει να διδαχθούν από το παράδειγμα της Ισλανδίας… πρέπει να συνειδητοποιήσουν ότι οι φορολογούμενοι δεν μπορούν να επωμίζονται όλο το κόστος των ανομιών των τραπεζών»…

«Οι τραπεζίτες θεώρησαν το “όχι” προσβολή και το έγραψαν στα βιβλία τους», θα μας πει ο Άρνι Ντάνιελ Τζούλιουσον της Attac. Όμως, «το “όχι” ελάφρυνε τους ώμους των Ισλανδών φορολογουμένων σημαντικά μακροπρόθεσμα και πιθανόν μαλάκωσε την πίεση που το οικονομικό κατεστημένο είχε προετοιμαστεί να ασκήσει στους Ισλανδούς…» Βέβαια, συνεχίζει, η Ισλανδία αποκατέστησε τις σχέσεις της με τον νεοφιλελευθερισμό μέσω του δανείου από το ΔΝΤ…

 Η Ισλανδία, που είναι γνωστή ως η «Πύλη της Κόλασης» εξαιτίας των 15 ενεργών ηφαιστείων της, τώρα είχε αρχίσει να γίνεται «πύλη της κόλασης» για τους διεθνείς κερδοσκόπους και υπόδειγμα ανυπακοής σε ένα διεθνές σύστημα που ιδιωτικοποιεί τα κέρδη και κοινωνικοποιεί τις ζημιές.

Το «Χταπόδι» και η «Ατμομηχανή»…

Παρόλο που η ψύχραιμη ιδιοσυγκρασία των Ισλανδών δεν κινεί υποψίες, η διαπλοκή στη χώρα έχει βαθιά πλοκάμια, με ρίζες που ανιχνεύονται στα 40 χρόνια που ακολούθησαν τον Β’ Παγκόσμιο πόλεμο, οπότε η Ισλανδία είχε απελευθερωθεί από την δανέζικη κυριαρχία. Τότε, την οικονομία στη χώρα ήλεγχαν δεκατέσσερις οικογένειες, με το προσωνύμιο «Το Χταπόδι». Σαν μια Σικελία του Βορρά, η ολιγαρχία των οικογενειών αυτών είχε περιπλέξει στα πλοκάμια της όλους τους τομείς της οικονομίας  της χώρας. Μέσω του δεξιού Κόμματος της Ανεξαρτησίας, με στελέχη από τους κόλπους της, ήλεγχε και τα μέσα ενημέρωσης. Ήταν μάλιστα αδύνατον να πάρει κάποιος δάνειο εάν δεν είχε περάσει από τα γραφεία κομματικού στελέχους…

Μια νέα, όμως, νεοφιλελεύθερη φατρία θα αντικαταστήσει το «Χταπόδι».Θα προέλθει από φοιτητές Νομικής και Μάρκετινγκ που«έτρεχαν» την εφημερίδα «Η Ατμομηχανή» και θα ηγηθεί της χώρας τις επόμενες δεκαετίες. Από τα σπλάχνα της, και το πρόσωπο που οι βρετανικοί «Times» θα βαφτίσουν «Μάργκαρετ Θάτσερ του Βορρά», ο Ντέιβιντ Όντσον, πρώην πρωθυπουργός της χώρας (1991-2004) και πρώην διοικητής της Κεντρικής της Τράπεζας, ουσιαστικά ο αρχιτέκτονας της νεοφιλελεύθερης στροφής της Ισλανδίας. Και της χρεοκοπίας της…

Ο Ντέιβιντ Όντσον θεωρείται ο αρχιτέκτονας της χρεοκοπίας. Παρ' όλ΄ αυτά, σήμερα δεν διώκεται δικαστικά, αλλά εργάζεται ως... αρχισυντάκτης στην ισλανδική εφημερίδα "Morgunbladid"

O πρωθυπουργός και η «Θάτσερ του Βορρά»

Η λαϊκή οργή που ξεχείλιζε στους δρόμους του Ρέικιαβικ ανάγκασε τη νέα ισλανδική κυβέρνηση των Σοσιαλδημοκρατών και των Πρασίνων να αρχίσει δικαστική έρευνα για την κρίση. Ήδη, από τον Απρίλιο του 2009, η ισλανδική Ειδική Ερευνητική Επιτροπή που συστήθηκε από ανεξάρτητους ειδικούς, παρουσίασε μια αναφορά 2.000 σελίδων για την κατάρρευση του τραπεζικού συστήματος της χώρας. Η αναφορά υποδεικνύει ως βασικούς υπαιτίους τον «πρωθυπουργό της χρεοκοπίας» Γκέερ Χάαρντε και τον πρώην πρωθυπουργό (1991-2004) και πρώην διοικητή της ισλανδικής τράπεζας Ντέιβιντ Όντσον.

Η πολυσέλιδη έρευνα –η οποία κυκλοφόρησε στα ισλανδικά βιβλιοπωλεία και έγινε… μπεστ σέλερ– υποστηρίζει ότι η πορεία προς την καταστροφή της Ισλανδίας ξεκίνησε το 2003 με την ιδιωτικοποίηση μικρών τραπεζών, των οποίων τα κεφάλαια 20πλασιάστηκαν σε επτά χρόνια. Το βραχυπρόθεσμο χρέος τους σύντομα έγινε 15πλάσιο από τα αποθέματα της Κεντρικής Τράπεζας, της οποίας επικεφαλής ήταν ο Όντσον. Χωρίς να υπόκεινται σε κανένα περιορισμό, οι τράπεζες επένδυαν σε ξένες χώρες, δανειζόμενες με χαμηλά επιτόκια από την Ασία και δανείζοντας έως και 11 φορές (!) το ΑΕΠ της Ισλανδίας.

Η αντίστροφη μέτρηση είχε ξεκινήσει επί πρωθυπουργίας Όντσον, και επισπεύστηκε από όταν εκείνος είχε δεξί χέρι του τον Χάαρντε ως υπουργό Οικονομικών (1998-2004). Οι δυο τους ξεκίνησαν μαζικές ιδιωτικοποιήσεις – ο Όντσον εξάλλου είχε δώσει δείγματα γραφής ήδη από τότε που, ως δήμαρχος του Ρέικιαβικ, είχε ιδιωτικοποιήσει σχεδόν όλες τις δημοτικές επιχειρήσεις! Το 2001 αποσυνέδεσαν την κορόνα από τα άλλα νομίσματα και το 2003 ιδιωτικοποίησαν τις τράπεζες. Μείωσαν τη φορολογία των υψηλών εισοδημάτων και προώθησαν τον ανεξέλεγκτο δανεισμό των πολιτών, οι οποίοι, για παράδειγμα, μπορούσαν να λάβουν σε δάνειο πρώτης κατοικίας το 100% της αξίας της τελευταίας χωρίς εγγύηση. Στο τέλος, η χώρα είχε γίνει ένα τεράστιο hedge fund και τα ισλανδικά νοικοκυριά είχαν χρέος πάνω από το 220% του διαθέσιμου εισοδήματος…

Οι κοινωνικές ανισότητες διευρύνονταν. Τα μεγαλοστελέχη των τραπεζών αμείβονταν πλουσιοπάροχα, υπεξαιρώντας ουσιαστικά χρήματα της τράπεζας, σύμφωνα με αναλυτές, ενώ στηρίζονταν από τα κόμματα, τα οποία χρηματοδοτούσαν.

Η ισλανδική φούσκα έμελλε να σκάσει στα χέρια του πρωθυπουργού Γκέερ Χάαρντε. Έτσι, το ισλανδικό Κοινοβούλιο ενέκρινε με μόλις τρεις ψήφους διαφορά την παραπομπή του Χάαρντε, ενεργοποιώντας για πρώτη φορά από τη σύστασή του το 1905 (!) το ειδικό δικαστήριο Λαντσντομούρ για υποθέσεις κατάχρησης εξουσίας. «Όλους θέλουμε να τους παραπέμψετε», φώναζε εξαρχής εν τη ερήμω της πολιτικής διαπλοκής το 61% της ισλανδικής κοινής γνώμης. Το Αλτίνγκι, όμως, απέρριψε την πρόταση για παραπομπή και των λοιπών υπευθύνων για την κρίση, μεταξύ των οποίων και του Όντσον, για τον οποίο οι βρετανικοί «Times» αναρωτιούνταν τον Ιανουάριο του 2009: «Είναι αυτός ο πιο μισητός άντρας στην Ισλανδία;» Σαν να μην έφτανε αυτό, ο Όντσον σήμερα είναι αρχισυντάκτης στην ισλανδική εφημερίδα «Morgunbladid»!

Όπως λέει στο «Crash» ο συντάκτης της «Eyjafrettir» Τζούλιους Τζ. Ίνγκασον, «δυστυχώς, η μικροπολιτική μπήκε στη μέση. Η Βουλή ψήφισε ποιοι πρέπει να προσαχθούν και, κατ’ εμέ, οι Σοσιαλδημοκράτες υπερασπίστηκαν τους δικούς του. Έπρεπε να τους προσάγουν όλους, όχι μόνο τον πρώην πρωθυπουργό. Ή όλους ή κανέναν»… Ο Μπένεντικτ Γιοχάνεσον της «Visbending» είπε στο «Crash» ότι εκτιμά πως το δικαστήριο δεν θα καταδικάσει τον Χάαρντε. «Δεν θέτουν ζήτημα ότι παραβίασε τη νομοθεσία για ίδιον συμφέρον», συμπληρώνει.

«Η διαφθορά εξακολουθεί να είναι μεγάλο πρόβλημα», μας είπε ο Άρνι Ντάνιελ Τζούλιουσον, μέλος της οργάνωσης πολιτών Attac της Ισλανδίας. Και έφερε ως ένα ακόμη παράδειγμα, την «πρόσφατη πρόσληψη ως επικεφαλής του Κρατικού Ελέγχου Τραπεζών ενός από τους πολιτικούς που τη δεκαετία του ’90 πρωτοστάτησαν στην ιδιωτικοποίηση των τραπεζών, του Παλ Μάγκνουσον»…

Τραπεζίτες στα… ουρητήρια

Τραπεζίτες και μεγαλοστελέχη έφυγαν πανικόβλητοι από τη χώρα, για να γλιτώσουν τη σύλληψη. Θα τους συναντούσε κανείς πλέον μόνο σε... ουρητήρια, όπου οι Ισλανδοί τοποθετούσαν τις φωτογραφίες τους για να εκτονωθούν.

Σαν βόμβα εν αιθρία έσκασε στην Ισλανδία το διεθνές ένταλμα σύλληψης που εκδόθηκε από την Interpol για τον πρώην πρόεδρο μίας από τις καταρρεύσασες ισλανδικές τράπεζες (Kaupthing), του Σιγκουρτούρ Αΐναρσον… Οσμιζόμενοι τον άμεσο κίνδυνο, εκείνοι που λόγω αλαζονείας θεωρούν ότι θα βρίσκονται πάντα στο απυρόβλητο της δικαιοσύνης, τραπεζίτες και μεγαλοστελέχη άρχισαν να εγκαταλείπουν μαζικά την Ισλανδία. Πλέον, θα τους συναντούσε κανείς μόνο σε… ανδρικά ουρητήρια ως… φωτογραφίες, αναρτημένες εκεί από μαινόμενους Ισλανδούς που ήθελαν να εκτονωθούν…

Και πώς θα μπορούσε να τους καταλογίσει κανείς άδικο, αφού βασικοί υπαίτιοι, κατά την έρευνα, κρίθηκαν και οι επικεφαλής των τραπεζών επειδή λάμβαναν «ακατάλληλα δάνεια από τις τράπεζες» για τις οποίες εργάζονταν. Για τα τεράστια αυτά δάνεια, οι τραπεζίτες χρησιμοποιούσαν ως εγγύηση τις μετοχές τους στις τράπεζές τους, για να αγοράσουν περισσότερες μετοχές σε αυτές! Μετά τη χρεοκοπία, οι Ισλανδοί θα συνειδητοποιήσουν, όπως έγραφε η «Telegraph», ότι κάθονταν επάνω σε πυραμίδα χτισμένη από εκείνους που υποτίθεται έφεραν την ευμάρεια στη χώρα. Και τότε θα έπαυε ο έρωτάς τους για τους ολιγάρχες τους. Πόσο μάλλον αφού αντιλήφθηκαν ότι, λίγο προτού η κορόνα κατακρημνιστεί, πριν τη χρεοκοπία, ο τότε διοικητής της Κεντρικής Τράπεζας Ντέιβιντ Όντσον τη συνέδεσε για λίγο με κάποια ξένα νομίσματα, δίνοντας την ευκαιρία στην οικονομική και πολιτική ελίτ να φυγαδεύσει δισεκατομμύρια έξω από τη χώρα…

Η λαϊκή οργή στράφηκε κυρίως εναντίον τριών οικογενειών που εμπλέκονταν με τις «καταραμένες» τράπεζες: τους εφοπλιστές και άρχοντες της ζυθοποιίας Μπγιόργκολφσον, πρώην ιδιοκτήτες της Landsbanki, τους μεγιστάνες της λιανικής Γιοχάνεσον, που ήλεγχαν μεγάλο μέρος των ΜΜΕ, και τους ηγέτες των κατεψυγμένων Γκούντμουντσον, επικεφαλής της Kaupthing…

Ο Μπένεντικτ Γιοχάνεσον της «Visbending» θα πει στο «Crash» ότι τα κατηγορητήρια για τους τραπεζίτες δεν έχουν συνταχθεί ακόμα και ότι μόνο μια υπόθεση προχώρησε, την οποία η κυβέρνηση έχασε. «Η προσαγωγή τραπεζιτών και επενδυτών γίνεται με ρυθμούς… σαλιγκαριού», θα επιβεβαιώσει ο Τζούλιους Τζ. Ίνγκασον της «Eyjefrettir». «Πολύ λίγα έχουν γίνει και τα χρήματα που έπρεπε να έχουν διασωθεί έχουν πετάξει εδώ και καιρό. Οι επενδυτές είναι ακόμα ελεύθεροι και κάνουν τα ίδια σε άλλες χώρες». Πράγματι, το Μάρτιο του 2011 συνελήφθησαν επτά στη Βρετανία, αλλά ανακρίθηκαν κι αφέθηκαν ελεύθεροι…

Μήπως, όμως, τραπεζίτες και πολίτες λογαριάζουν χωρίς την… Εύα; Η εισαγγελική αρχή της Ισλανδίας είχε φροντίσει από τον Μάρτιο του 2009 να προσλάβει τον θηλυκό Ηρακλή Πουαρό Εύα Τζόλι, γνωστή αδίστακτη τιμωρό της διαφθοράς, η οποία απολαμβάνει πλέον φήμη… ροκ σταρ στην Ισλανδία. Όχι άδικα, αφού ήταν εν μέσω απειλών για τη ζωή της, που η Τζόλι είχε φέρει στο ανελέητο φως της δημοσιότητας και της δικαιοσύνης υποθέσεις διαφθοράς που αφορούν στον γαλλικό πετρελαϊκό κολοσσό Elf Aquitaine. Η Τζόλι δήλωσε τον Απρίλιο του 2009 ότι θα χρειαστούν τουλάχιστον δυο-τρία χρόνια για να χτίσει με ισχυρά στοιχεία τα κατηγορητήρια εναντίον επιχειρηματιών και τραπεζιτών στην Ισλανδία. Όσο υπάρχει η Εύα, μάλλον τίποτε δεν έχει ακόμη τελειώσει… 

Η κατάσταση σήμερα – υπό το βλέμμα του ΔΝΤ

Οι Ισλανδοί πέτυχαν πολλά, αλλά συνεχίζουν σήμερα να αγωνίζονται εναντίον της αρχικά προοδευτικής κυβέρνησής τους, που όμως σήμερα απογοητεύει, προσπαθώντας να ισορροπήσει ανάμεσα στις υποσχέσεις της και τις επιταγές του ΔΝΤ

Σήμερα, η οικονομία της Ισλανδίας μοιάζει να ανακάμπτει, οι τράπεζές της έχουν «επιστρέψει από το κρύο» και οι επενδύσεις αρχίζουν να αναθερμαίνονται. Η ισλανδική κυβέρνηση συγκέντρωσε μάλιστα 1 δισ. δολάρια μέσω της έκδοσης πενταετών ομολόγων με περίπου 3% επιτόκιο. Η οικονομία της σταμάτησε να συρρικνώνεται το 2010, η οικονομική ανάπτυξη αναμένεται να φθάσει στο 3% το 2012, το έλλειμμα να πέσει κάτω από το 3% του ΑΕΠ το 2011 (7,8% το 2010) και ένα μικρό πλεόνασμα να υπάρξει το 2013.

Ωστόσο, ο πληθωρισμός τρέχει με 5,4% (2010) και το δημόσιο χρέος είχε ανέβει από το 115,1% το 2009 στο 126,1% του ΑΕΠ το 2010. Η ανεργία ήταν στο 8,1% το 2010 (στο 6,7% τον Ιούνιο του 2011), κάνοντας το BBC να μιλά για «σοκ ανεργίας στην Ισλανδία». Το βρετανικό δίκτυο επισήμαινε πως χρειάστηκε να συνδράμει ο Ερυθρός Σταυρός τη χώρα, για να στηρίξει, όχι μόνο υλικά, αλλά κυρίως ψυχολογικά τους Ισλανδούς που μέχρι πρότινος είχαν μόνο 1% ανεργία…

«Η ανεργία βρίσκεται στα υψηλότερα επίπεδα από τη μεγάλη ύφεση και πολλοί, ιδίως νέοι άνθρωποι, έχουν μεγάλα χρέη», λέει ο καθηγητής Πολιτικών Επιστημών του Πανεπιστημίου της Ισλανδίας Γκουνάρ Χέλγκι Κρίστινσον στο «Crash». «Η νέα “αριστερή” κυβέρνηση «αποδείχθηκε πολύ υποτελής στο νεοφιλελεύθερο οικονομικό κατεστημένο… παραδίδοντας τις τράπεζες στους ολιγάρχες, αρνούμενη να μειώσει τα χρέη στους πολλούς, και εισέπραξε την περιφρόνηση», θα συμφωνήσει ο Άρνι Ντάνιελ Τζούλιουσον της Attac. «Χιλιάδες είναι οι άνεργοι και χιλιάδες μεταναστεύουν». Πράγματι, το κύμα μετανάστευσης Ισλανδών βρίσκεται στα υψηλότερα επίπεδα από το 1889. Η κυβέρνηση έχει εξαγγείλει μέτρα λιτότητας για το 2011, ενώ το πάγωμα κατασχέσεων ακινήτων έληξε στα τέλη του 2010.

Ο Τζούλιους Ίνγκασον της «Eyjafrettir» θα μας πει ότι «οι τράπεζες πήραν μεγάλη βοήθεια από το κράτος και τώρα, λίγα μόλις χρόνια μετά την εξέγερση, εμφανίζουν μεγάλα κέρδη… αλλά απολύουν. Την ίδια στιγμή τα επιτόκια δανεισμού παραμένουν πολύ υψηλά και ο πληθωρισμός μαζί με την ανεργία αυξάνονται… Οι μισθοί και οι κοινωνικές παροχές μειώνονται… Είναι παράλογο. Η Ισλανδία ακόμα αναρριχάται στο βουνό, αλλά η κορυφή φαίνεται. Η αλιεία πάει καλά». Αν οι Ισλανδοί είχαν δεχθεί να πληρώσουν και τις αποζημιώσεις, τα πράγματα θα ήταν πολύ χειρότερα…

«Η κυβέρνηση προσπαθεί να ισορροπήσει μεταξύ του να διατηρήσει ένα στοιχειώδες κράτος πρόνοιας και να εφαρμόσει το πρόγραμμα του ΔΝΤ. Αυτό δεν είναι εύκολο και –όπως είχε προβλεφθεί– η δημοτικότητά της έπεσε», υποστηρίζει ο καθηγητής Κρίστινσον. Έτσι, η κυβέρνηση της Γιοχάνα Σιγκουρνταντότιρ, που απολάμβανε δημοτικότητα της τάξης του 73% όταν ανέβηκε στην εξουσία, τώρα, σύμφωνα με δημοσκόπηση της Gallup, όπως μας είπε ο Γιοχάνεσον της «Visbending», έχει πέσει στο 35%, ενώ μόλις το 14% δηλώνει ότι εμπιστεύεται την κυβέρνηση και το 7% την αντιπολίτευση…

«Εάν τα πράγματα δεν λειτουργήσουν, θα επιστρέψουμε στους δρόμους», είχε δηλώσει στον «Γκάρντιαν» (27 Απριλίου 2009) ένας από τους επικεφαλής των διαδηλωτών που έριξαν την προηγούμενη κυβέρνηση. Σήμερα, αποδεικνύεται ότι το εννοούσαν: το παγωμένο Ρέικιαβικ φλέγεται και πάλι από διαδηλώσεις. Και δείχνει το δρόμο: «Όταν μεγαλώσουμε, θέλουμε να γίνουμε Ισλανδοί», όπως δήλωνε, όχι τυχαία, ένας Ισπανός Αγανακτισμένος τον περασμένο Μάιο στην «El Pais»…

Η σημερινή κυβέρνηση μπορεί να διαφέρει από εκείνη προ της χρεοκοπίας, αλλά όχι τόσο όσο διαφέρουν οι Ισλανδοί πολίτες προ και μετά χρεοκοπίας. Οι Ισλανδοί έχουν αναβαπτιστεί πολιτικά με στοιχεία της ανυπότακτης ιδιοσυγκρασίας των προγόνων τους. Όπως το πιο λατρεμένο παιδί της χώρας, η τραγουδίστρια Μπιορκ, είπε κάποτε, οι Βίκινγκς «δεν μπορούσαν να ανεχτούν την εξουσία στην Νορβηγία. Οπότε, το 800 μ.Χ., σάλπαραν σε αυτόν τον τρελό Βόρειο Ατλαντικό Ωκεανό μέσα σε μια ξύλινη βάρκα, κάτι πολύ hardcore, και βρήκαν ένα νησί γεμάτο χιόνι. Ναιαιαι!»

Εδώ και δυο χρόνια, το μικρό αυτό έθνος έχει σαλπάρει στον άγριο ωκεανό του νεοφιλελευθερισμού, με βάρκα την ανυπακοή, για να βρει τη δημοκρατία. Μέχρι στιγμής έχει επιτύχει πολλά. «Ναιαιαι!»

EXTRAS: Οι Ισλανδοί στην πολιτική πρωτοπορία – Γράφουν και νέο Σύνταγμα

Η πρώτη δηλωμένη ομοφυλόφιλη πρωθυπουργός στον κόσμο, η Ισλανδη πρώην αεροσυνοδός Γιοχάνα Σιγκουρταντότιρ, έχει δηλώσει ότι θα θέσει σε δημοψήφισμα το νέο Σύνταγμα που έγραψαν Ισλανδοί πολίτες, με τη βοήθεια και των σελίδων κοινωνικής δικτύωσης!

«Μια από τις τιμωρίες για την άρνηση της συμμετοχής στην πολιτική είναι ότι καταλήγεις να κυβερνάσαι από τους κατώτερούς σου», έλεγε ο Πλάτωνας. Με αυτή τη ρήση ως σύνθημα εξελέγη στο ισλανδικό Κοινοβούλιο που συστάθηκε μετά τη χρεοκοπία ένα κόμμα που γεννήθηκε μέσα από την «Επανάσταση του Τσουκαλιού και του Τηγανιού»: το Κόμμα των Πολιτών (αργότερα διασπάστηκε και σήμερα είναι στο Κοινοβούλιο τρία από τα μέλη του ως το «Κίνημα»).

Αυτή ήταν μία μόνο από τις ανατροπές που η ισλανδική εξέγερση έφερε στο πολιτικό σκηνικό: στις αρχές του 2009, οι Ισλανδοί έριξαν «μαύρο» στο δεξιό Κόμμα της Ανεξαρτησίας που κυβερνούσε … χρόνια και ανέδειξαν στην εξουσία τους Σοσιαλδημοκράτες, με πρόεδρο την πρώην αεροσυνοδό και πλέον πρώτη δηλωμένη ομοφυλόφιλη πρωθυπουργό στον κόσμο Γιοχάνα Σιγκουρναντότιρ, μαζί με τους Αριστερούς-Πράσινους με ηγέτη τον πρώην οδηγό φορτηγού Στάινγκρινμουρ Σίγκφουσον! Στη μέχρι πρότινος ανδροκρατούμενη ισλανδική πολιτική σκηνή, πολλά πόστα κατέλαβαν γυναίκες.

Οι Ισλανδοί όμως δεν έμειναν εκεί. Σε μια παγκόσμια πρώτη, βοήθησαν να συνταχθεί ένα νέο Σύνταγμα –σε αντικατάσταση του υπάρχοντος, του 1944– μέσω των ιστοσελίδων κοινωνικής δικτύωσης, όπως το Facebook και το Twitter! Μία επιτροπή 25 Ισλανδών πολιτών, που είχαν εκλεγεί με δημόσιες διαφανείς διαδικασίες μεταξύ 500 υποψήφιων Ισλανδών – δικηγόρων, φοιτητών, δημοσιογράφων, αγροτών και συνδικαλιστών- άρχισε τις εργασίες της για σύνταξη νέου Συντάγματος τον Απρίλιο και δημοσίευε στο Διαδίκτυο τις προτάσεις της. Οι Ισλανδοί πολίτες συνέβαλαν με περίπου 1.600 σχόλια και προτάσεις. Το προσχέδιο Συντάγματος παρουσιάστηκε στην κοινοβουλευτική εκπρόσωπο Άστα Ραγκνχαΐντουρ Γιοχανεσντότιρ στα τέλη του περασμένου Ιουλίου. Αναμενόταν να εξεταστεί αρχές Οκτωβρίου, ενώ η πρωθυπουργός προτίθεται να το θέσει σε δημοψήφισμα του χρόνου.

«Το υπό διαμόρφωση νέο Σύνταγμα αναμένεται να αμφισβητηθεί πολύ», είπε στο «Crash» ο καθηγητής Κρίστινσον, ο οποίος το θεωρεί «από πολλές απόψεις, ελλιπές». Δεν έφταιγε το Σύνταγμα για την κρίση, θα μας πει ο Μπένεντικτ Γιοχάνεσον της «Visbending», συμπληρώνοντας ότι ακόμα και εκείνοι που το συνέταξαν συμφωνούν ότι χρειάζεται περισσότερη δουλειά. Δεν ήταν η σωστή ώρα, θα μας πει ο Ίνγκασον της «Eyjafrettir». «Και αυτό γιατί υπάρχει πολύς θυμός στην κοινωνία… Χρειαζόμαστε μια ψύχραιμη κοινωνία για να φτιάξουμε νέο Σύνταγμα»… Ο εκπρόσωπος της Attac Άρνι Ντάνιελ Τζούλιουσον τονίζει τον δημοκρατικό τρόπο που συντάχθηκε και ότι εμπεριέχει πολύ ενδιαφέροντα σημεία, αλλά δεν αναδεικνύεται μέσα από αυτό η συνειδητοποίηση ότι «η οικονομική ολιγαρχία πρέπει να καταστραφεί με κάποιο τρόπο… ώστε να κυριαρχήσει η δημοκρατία».

Οι παραπάνω μαρτυρίες αποδεικνύουν ότι η ισλανδική κοινωνία είναι κοινωνία πολιτών που πλέον έχει πολύ μεγαλύτερες απαιτήσεις για τον τρόπο που λειτουργούν τα πράγματα. Το νέο Σύνταγμα, ακόμα κι αν αμφισβητηθεί, θα αποτελεί ένα ακόμα στάδιο στην αργή και επώδυνη πορεία των Ισλανδών προς μια πραγματική δημοκρατία…

Ο δήμαρχος του Ρέικιαβικ Τζον Γκαρ

EXTRAS: Πανκ, ηθοποιοί και ποιητές στη δημαρχία του Ρέικιαβικ

Από την τηλεόραση ακούγεται το «Simply the Best» της Τίνα Τέρνερ. Δεν τραγουδά όμως εκείνη, αλλά, εν χορώ, μια ομάδα υποψήφιων δημοτικών συμβούλων για τη δημαρχία του Ρέικιαβικ: «Είμαστε οι καλύτεροι, το καλυτερότερο κόμμα, το καλύτερο για το Ρέικιαβικ, της καλύτερης πόλης κάθε εβδομάδα»…

Λίγο αργότερα, στο συμβούλιο για τον προϋπολογισμό, η βοηθός του δημάρχου Χέλγκα Χελγκαντότιρ θα δακτυλογραφεί φορώντας ένα διάφανο μίνι φόρεμα κι ένας παλιός τραγουδιστής της πανκ με κόκκινο γένι, ο Όταρ Προπ, θα διαβάζει την οικονομική έκθεση, περνώντας το χέρι του μέσα από τα οξυζεναρισμένα πλατινέ μαλλιά του… Οι κάλπες είχαν αναδείξει στη δημαρχία του Ρέικιαβικ, με 34,7%, το Καλύτερο Κόμμα, μια ομάδα από πρώην πανκ, ποιητές και ποπ σταρ, με επικεφαλής τον δημοφιλή κωμικό ηθοποιό Τζον Γκναρ!

Είμαστε αναρχοσουρεαλιστές και θέλουμε να αλλάξουμε την πολιτική, δηλώνουν. Και καθησυχάζουν: «Κανείς δεν πρέπει να φοβάται το Καλύτερο Κόμμα, γιατί είναι το Καλύτερο Κόμμα. Αν δεν ήταν, θα ονομαζόταν το Χειρότερο ή το Κακό Κόμμα. Δεν θα συνεργαζόμασταν ποτέ με τέτοιο κόμμα»…

Οι προεκλογικές εξαγγελίες του κόμματος εμπεριείχαν σχέδιο 10 σημείων που είχε… 13 σημεία, υπόσχεση για πολικές αρκούδες στο ζωολογικό κήπο, δωρεάν πετσέτες στα κολυμβητήρια και μια «ελεύθερη από ναρκωτικά Βουλή έως το 2020»… Ο Γκναρ κατήργησε τις θρησκευτικές ομάδες από τα σχολεία, δηλώνει έτοιμος να φορέσει κραγιόν και να βάψει τα νύχια του για να προπαγανδίσει για τα ανθρώπινα δικαιώματα των μεγάλων πιθήκων και σχεδιάζει να μετατρέψει το πλούσιο σε γεωθερμική ενέργεια Ρέικιαβικ σε κόμβο ηλεκτρικών αυτοκινήτων.

Αρρώστησε όμως έχοντας να αντιμετωπίσει κρίσιμα ζητήματα ως δήμαρχος, μεταξύ άλλων την ανάγκη να μειώσει τις δαπάνες κατά 10% και να απολύσει 70 υπαλλήλους μιας εταιρείας-φούσκας.

Ο καθηγητής Κρίστινσον, μιλώντας στο «Crash», απέδωσε στη «διάχυτη δυσπιστία απέναντι στους πολιτικούς και τους θεσμούς» την εκλογή του Καλύτερου Κόμματος. Ωστόσο, προφανής στόχος του Γκναρ είναι να ξεμπροστιάσει τη σύμφυτη με την πολιτική σήψη υποκρισία. Προκάλεσε μάλιστα σάλο όταν, έχοντας βαρεθεί με τις 400 και πλέον συνεντεύξεις που είχε δώσει, απάντησε σε έναν δημοσιογράφο ότι η αγαπημένη του ιστοσελίδα ήταν μία με… πορνό. «Απλά μου αρέσει να παίζω με τα μυαλά των συντηρητικών που παίρνουν τον εαυτό τους πολύ στα σοβαρά. Μου αρέσει πραγματικά να ενοχλώ τους αλαζόνες, όλους εκείνους τους αυταρχικούς που θέλουν να ελέγχουν τι λέμε και τι κάνουμε», θα πει στον συντάκτη του «Γκάρντιαν» Ίαν Μπαϊρέλ.

Ο Γκναρ, που στις ραδιοφωνικές εκπομπές του έκανε φάρσες στη CIA και το FBI, δηλώνει πως από πολιτική γνωρίζει μόνο από… το σίριαλ «The Wire». Και λέει: «Μπορεί να παραιτηθώ για ένα ασήμαντο ζήτημα, αφού κανείς εδώ δεν έχει παραιτηθεί για όλα τα μεγάλα που πήγαν στραβά».

Δηλώνει ότι έχει εμπνευστεί από τον Γκάντι, τον Τολστόι, τον Μπακούνιν και το πανκ συγκρότημα Crass. Στα 13 του παράτησε το σχολείο γιατί το θεωρούσε άχρηστο στο μέλλον του ως κλόουν ή πειρατή (!). Πέρασε δυο χρόνια σε ίδρυμα για παιδιά με μπροβλήματα, έγινε ακτιβιστής με την Greenpeace, έγραψε ποίηση και ταξίδεψε με την πρώτη μπάντα της Μπιορκ.

Το Καλύτερο Κόμμα, αν και σήμερα κατηγορείται πως συμβιβάστηκε, απολαμβάνει ακόμα τη στήριξη του 20% των Ισλανδών, ενώ ο Γκναρ θεωρείται ο «πιο έντιμος πολιτικός του έθνους».