Παράθυρο στα διεθνή γεγονότα

Posts Tagged ‘Paul Laverty

Πολ Λάβερτι: «Φτιάξτε ταινίες για την ελληνική κρίση»

leave a comment »

Συνέντευξη στη Δέσποινα Παπαγεωργίου [Δημοσιεύτηκε στο περιοδικό «Crash», τ. Δεκεμβρίου 2014]

Ο πολυβραβευμένος σεναριογράφος Πολ Λάβερτι, "δεξί χέρι" του Κεν Λόουτς, μιλά για την ταινία τους "Jimmy's Hall" και εξηγεί πώς η Ιρλανδία του '30 "κλείνει το μάτι" στους σημερινούς "παπάδες του νεοφιλελευθερισμού

Ο πολυβραβευμένος σεναριογράφος Πολ Λάβερτι, «δεξί χέρι» του Κεν Λόουτς, μιλά για την ταινία τους «Jimmy’s Hall» και εξηγεί πώς η Ιρλανδία του ’30 «κλείνει το μάτι» στους σημερινούς «παπάδες του νεοφιλελευθερισμού

Είναι από τις φυσιογνωμίες που ποτέ δεν ξεχνάς. Που, με εκείνη τη σεμνότητα που διακρίνει τους πραγματικά σπουδαίους, μαζεύει αθόρυβα γύρη από τις πηγές των γεγονότων, για να προβάλει, δυναμικά και μελίρρυτα, τη φωνή των κοινωνικά και πολιτικά «αόρατων» εκείνων που, σαν σκιές κυνηγημένων ζώων, αιχμαλωτίζονται στα συρματοπλέγματα του τείχους Μεξικού-ΗΠΑ, εκείνων που μάτωναν στις χώρες-χωράφια αμερικανοκίνητων παραστρατιωτικών ταγμάτων ασφαλείας, εκείνων που μάχονταν για μια ασυμβίβαστη, υπερήφανη Ιρλανδία, κι ίσως στο μέλλον για τους λαβωμένους από την κρίση στην Ευρώπη… Γιατί τα σενάρια του πολυβραβευμένου Σκωτσέζου Πολ Λάβερτι σχίζουν σαν κραυγές τα αμέτρητα λεπτά σιωπής του πλανήτη απέναντι στην κακοποίηση του ανθρώπου και στην κυρίαρχη αφήγηση που παρουσιάζει αυτή την «κακοποί-
ηση» σαν «φυσιολογική».

Τη ραχοκοκαλιά αυτού του υπέροχου ρεαλισμού του Λάβερτι διαπερνά ένα καταλυτικό χιούμορ-ξόρκι σε όσους θέλουν τους ανθρωπιστές, μονομερείς μίζερους κήρυκες, που κωφεύουν στο χαρούμενο τραγούδι της ζωής. Ο Πολ Λάβερτι, που υπογράφει το σενάριο και για τη νέα ταινία «Jimmy’s Hall» του «ιερού τέρατος» του βρετανικού κινηματογράφου, σκηνοθέτη Κεν Λόουτς, βρισκόταν, λοιπόν, στην Αθήνα, στο πλαίσιο του 27ου Πανοράματος Ευρωπαϊκού Κινηματογράφου.

Ήταν ένα ξεχωριστό πρωινό Σαββάτου αυτό. Τόσο ξεχωριστό όσο και ο εκπληκτικός αυτός Σκωτσέζος, που επισκεπτόταν την ελληνική πρωτεύουσα. Γιος Ιρλανδής μητέρας και Σκωτσέζου πατέρα, ίσως να ’σμιξαν, σκέφτομαι, στη διαπαιδαγώγησή του οι συλλογικές μνήμες δύο εθνών που πόνεσαν κι αντιστάθηκαν, που έπεσαν κάτω και ξανασηκώθηκαν, και που προσπαθούσαν πάντοτε να διέρχονται αγέρωχα από τις συμπληγάδες του ιμπεριαλισμού κι απ’ το μαχαίρι της ιστορίας. Ίσως αυτός ο μυστήριος ζωμός των πασχόντων αλλά ασυμβίβαστων ενσταλάχτηκε στην ψυχή του.

Γιατί πώς αλλιώς, μετά τις σπουδές του στη Φιλοσοφία και Νομική, αντί να ανοίξει ένα ωραίο γραφείο στη Γλασκόβη και να κοιτάξει τη «δουλίτσα» του, θα έτρεχε να προσφέρει νομικές υπηρεσίες για τρία χρόνια ως ακτιβιστής ανθρωπίνων δικαιωμάτων στη Νικαράγουα σε μία από τις πιο ταραγμένες περιόδους της ιστορίας της, όταν οι υποστηριζόμενοι από τις ΗΠΑ παραστρατιωτικοί Κόντρας πολεμούσαν τη νόμιμα εκλεγμένη κυβέρνηση των Σαντινίστας; Θα ταξίδευε μετά και σε άλλες ταραγμένες περιοχές του πλανήτη…

Ο Λάβερτι, όμως, δεν σταμάτησε εκεί. Έπρεπε ο κόσμος να μάθει για την τραγωδία της Νικαράγουα. Η ιδέα είχε γεννηθεί. Θα το έκανε σενάριο. Και ταινία. Επικοινώνησε με αρκετούς σκηνοθέτες. «Όλοι μου έλεγαν: “Είσαι τρελός; Θα πάμε να κάνουμε ταινία σε μια χώρα που βρίσκεται σε πόλεμο;”» είπε στο σεμινάριο για το κινηματογραφικό σενάριο που παρέδωσε στο Ινστιτούτο Γκέτε. Η ιδέα του πέρασε νύχτες και νύχτες, στριφογυρνώντας άυπνη στα στρώματα των ταραγμένων ψυχών της Λατινικής Αμερικής. Και βρήκε ευήκοα μόνο τα ώτα ενός άλλου, αρκούντως «τρελού»: του Βρετανού σκηνοθέτη Κεν Λόουτς. Κι έφτιαξαν μαζί το «Τραγούδι της Κάρλα».Κι έκτοτε ο Λάβερτι είναι ο σεναριογράφος του Λόουτς. Για την ταινία «Γλυκά Δεκάξι» (2002) κέρδισε το Βραβείο Καλύτερου Σεναρίου στις Κάννες. Το 2006, «Ο Άνεμος Χορεύει το Κριθάρι», το οποίο έγραψε μαζί με τον Λόουτς, απέσπασε τον Χρυσό Φοίνικα στο Φεστιβάλ Καννών, και το 2007 ο Λάβερτι βραβεύτηκε για το σενάριό του «Ένας Ελεύθερος Κόσμος» στο Φεστιβάλ Βενετίας. Το 2010 η ταινία «Ακόμα και η Βροχή» της συντρόφου του, Iciar Bollain, την οποίας το σενάριο έγραψε ο Λάβερτι, κέρδισε στο Φεστιβάλ του Βερολίνου το Βραβείο Κοινού. Έχει πολλά σενάρια ακόμα στο ενεργητικό του, όπως το «Αναζητώντας τον Έρικ», το «Κάργκο», το «Route Irish»…

Σιχαίνεται τα «κλισέ». Οι χαρακτήρες στις ταινίες του είναι πάντα σύνθετοι και, όπως μας είπε, αυτό «το σύνθετο των χαρακτήρων αποτρέπει την ταινία απ’ το να γίνει φυλλάδιο, μπροσούρα». Σιχαίνεται και τα «κλισέ» βήματα συγγραφής σεναρίου. Η δουλειά του θυμίζει ερευνητή-δημοσιογράφο και ιστοριοδίφη. «Ζει» πρώτα στον κόσμο των σεναρίων του για να μπορέσει να τον αναδημιουργήσει. Όπως για το «Ψωμί και Τριαντάφυλλα» (2000), που παρακολουθεί τη σχέση δύο αδελφών στο περιβάλλον των στημένων συνδικάτων που καπηλεύονται τις ελπίδες των μεταναστών της Λατινικής Αμερικής για μια καλύτερη ζωή στο Λος Άντζελες. Γι’ αυτή την ταινία πέρασε πολλές ώρες μαζί με καθαρίστριες στο Λος Άντζελες, για να καταλάβει τις ζωές τους, τη δουλειά τους, το τι σημαίνει να ρισκάρεις τη ζωή σου για να περάσεις τα σύνορα.

Με τον ήρωα της ταινίας, Τζίμι Γκράλτον. "Παντού υπάρχουν άνθρωποι που υπερασπίζονται τον ελεύθερο χώρο", λέει. "ΚΣοκαριστήκαμε όταν, κατά τη διάρκεια των γυρισμάτων, μάθαμε ότι δολοφονήθηκε ένας από αυτούς, ο Παύλος Φύσσας".

Με τον ήρωα της ταινίας, Τζίμι Γκράλτον. «Παντού υπάρχουν άνθρωποι που υπερασπίζονται τον ελεύθερο χώρο», λέει. «ΚΣοκαριστήκαμε όταν, κατά τη διάρκεια των γυρισμάτων, μάθαμε ότι δολοφονήθηκε ένας από αυτούς, ο Παύλος Φύσσας».

Σήμερα, το τρομερό δίδυμο Λόουτς-Λάβερτι σκάβει βαθιά στην Ιρλανδία του ’30, για να μας διηγηθεί την ιστορία ενός Ιρλανδού ήρωα, του Τζίμι Γκράλτον, για τον οποίο, μάλλον «πολύ βολικά» για τους μηχανισμούς εξουσίας, έχουν εξαφανιστεί όλα τα σχετικά στοιχεία από τα Εθνικά Αρχεία της Βρετανίας. Ο Τζίμι Γκράλτον χτίζει, λοιπόν, τότε έναν χώρο, στον οποίο οι νέοι μπορούν να παρακολουθήσουν μαθήματα, να συζητήσουν, να ονειρευτούν και, πάνω από όλα, να χορέψουν. Θα συναντήσει, όμως, τη σφοδρή αντίδραση της Εκκλησίας και ορισμένων πολιτικών, που τελικά αναγκάζουν τον Τζίμι να φύγει από τη χώρα. Η αίθουσα χορού κλείνει και εγκαταλείπεται. Δέκα χρόνια μετά, και μετά το μεγάλο κραχ του ’29, ο Τζίμι επιστρέφει από την Αμερική, αποφασισμένος να φροντίσει τη μητέρα του και να κάνει μια ήσυχη ζωή. Η αίθουσα χορού είναι πια ένα ερείπιο και η κοινότητα πείθει τον Τζίμι να την ανακαινίσει. Για άλλη μία φορά ο Τζίμι θα γίνει εχθρός και στόχος μιας βαθιά συντηρητικής κοινωνίας και των δομών εξουσίας που τη διέπουν…

Το «Jimmy’sHall» παρουσιάζει, λοιπόν, τον αγώνα για τη διατήρηση μιας τοπικής αίθουσας ως χώρου ανεξάρτητης σκέψης και εκπαίδευσης, σε μια απολυταρχική χώρα, καθοδηγούμενη από την ιδεολογία της κυρίαρχης Εκκλησίας.

Έχουν περάσει 80 χρόνια από το πείραμα του Τζίμι, και, σήμερα, η Ευρώπη θεωρεί εαυτόν μέρος ενός «δημοκρατικού κόσμου». Ωστόσο, από τη μια πλευρά οι διογκούμενες ανισότητες οδηγούν σε εντάσεις, με την ΕΕ να προσπαθεί να περιορίσει την αμφισβήτηση της κυρίαρχης αφήγησης. Από την άλλη, υπάρχει η άνοδος της Ακροδεξιάς -στην Ελλάδα, η Χρυσή Αυγή.

Θεωρεί ο Πολ Λάβερτι ότι χρειάζεται ένας «ελεύθερος» χώρος σαν του Τζίμι στην Ευρώπη και την Ελλάδα σήμερα; Πώς θα φανταζόταν έναν τέτοιο χώρο;

«Πολύ καλή ερώτηση», μου λέει. Αποκαλύπτει πως τα γυρίσματα σημαδεύτηκαν από κομβικά γεγονότα στην Ελλάδα: «Θυμάμαι την 26η ημέρα των γυρισμάτων, διαβάσαμε μια ιστορία για έξι νέους ακτιβιστές στηνΑθήνα που δέχθηκαν επίθεση από τη Χρυσή Αυγή γιατί μοίραζαν φυλλάδια για κάποιο φεστιβάλ της Αριστεράς. Και τρεις ημέρες αργότερα, την 29η ημέρα των γυρισμάτων, δολοφονήθηκε ο Παύλος Φύσσας. Ταραχτήκαμε πολύ από αυτό… Κάναμε μια ιστορία για τον ελεύθερο χώρο. Και αναλογιστήκαμε για το σωματικό κουράγιο και τη γενναιότητα που πρέπει να διαθέτουν οι ακτιβιστές σε πολλά μέρη».

Είχε πει νωρίτερα ότι «οι συνθήκες ήταν διαφορετικές, αλλά σκέφτηκα ότι οι χαρακτήρες που αρνήθηκαν να υποκλιθούν στην καθολική ελίτ κινδύνευαν και σωματικά. Θα πρέπει να ήταν πολύ τρομαχτικό για τον Τζίμι και τους συντρόφους του να τον αποκαλούν “αντίχριστο”. Στην είσοδο της αίθουσας είχε τοποθετηθεί μία νάρκη, που δεν έσκασε γιατί ήταν ελαττωματική».

Θα αναφερθεί σε περιπτώσεις ακτιβιστών στην Κίνα, στον Σνόουντεν «που αποκάλυψε όλα αυτά τα μυστικά», στους γκέι ακτιβιστές στη Ρωσία. «Όπου κι αν κοιτάξεις, υπάρχουν άνθρωποι που προσπαθούν να προστατεύσουν τον ελεύθερο χώρο. Το ίδιο πρέπει να συμβαίνει και εδώ, στην Αθήνα, με τους μετανάστες. Ο ελεύθερος χώρος είναι εξαιρετικά εύθραυστος και πρέπει να τον προστατεύσουμε. Ειδικά όταν υπάρχει τόσο μεγάλη πόλωση του πλούτου -με τις πολυεθνικές να γίνονται πλουσιότερες, πιο ισχυρές και με μεγαλύτερη επιρροή και να υπαγορεύουν στις κυβερνήσεις τι να κάνουν, υπάρχει λιγότερος χώρος για τη δημοκρατία».

>Πώς αντιλαμβάνεστε τη σημερινή Ευρώπη;

«Ήμουν πρόσφατα στις Βρυξέλλες. Και οι λομπίστες των πολυεθνικών είναι εκεί. Αντιλαμβάνεσαι γιατί οι άνθρωποι “τα ’χουν πάρει” με την Ευρώπη. Αυτό δεν σημαίνει ότι δεν υπάρχει η Ευρώπη της συνεργασίας, σημαίνει ότι πρέπει να τη διεκδικήσουμε εκ νέου. Πρέπει να την εκδημοκρατίσουμε. Να αμφισβητήσουμε τη δύναμη των πολυεθνικών, να διεκδικήσουμε περισσότερη δημοκρατία και διαφάνεια. Πρόκειται για έναν εξαιρετικά σύνθετο, με πολλές προκλήσεις, διαρκή αγώνα».

>Ποιες είναι οι συνέπειες αυτής της πόλωσης;

«Άνθρωποι φοβισμένοι, που δεν βλέπουν ευκαιρία για εργασία. Και το έχουμε δει αυτό ξανά και ξανά στην Ιστορία. Όταν συμβαίνει, όταν οι άνθρωποι περιθωριοποιούνται, όταν δεν τους δίνεται ελπίδα να πιαστούν, τότε μετακινούνται προς την άκρα Δεξιά. Το βλέπουμε στην Ελλάδα, το βλέπουμε και αλλού».

Στο «Jimmy’s Hall», οι εξελίξεις καθορίζονται από εκείνον που ορίζει τις έννοιες, και άρα από εκείνον που ορίζει τι είναι σχετικό. Στην ενορία του Τζίμι, λοιπόν, που περιμένει από την Εκκλησία να την καθοδηγήσει, η θρησκεία είναι που καθορίζει τον διάλογο και τη δημόσια συζήτηση.

>Οπότε, η Εκκλησία είναι ο κύριος εχθρός του Τζίμι -λέω στον Πολ Λάβερτι. Σήμερα, ποιοι θεσμοί καθορίζουν τον διάλογο και τη δημόσια συζήτηση; Για παράδειγμα, ποιοι τα καθόρισαν αυτά σε σχέση με το δημοψήφισμα της ανεξαρτησίας στη Σκωτία ή τον διάλογο στην Ευρώπη για την κρίση;

«Πολύ καλή ερώτηση» μου λέει. «Στην Ιρλανδία, ήταν η συμβιωτική σχέση μεταξύ κράτους και Εκκλησίας που διέλυσε τον Τζίμι. Το συναρπαστικό με την ιστορία του Τζίμι δεν ήταν μόνο ότι τον έκαναν να εγκαταλείψει την αίθουσα, δεν ήταν μόνο ότι τον απέλασαν και δεν τον άφησαν να ξαναγυρίσει πίσω, αλλά ότι όλα τα σχετικά έγγραφα από το γραφείο του Εθνικού Αρχείου λείπουν! Και αυτό ήταν συναρπαστικό για εμάς».

>Θεωρείτε ότι ο σκοπός ήταν να σβήσουν τη μνήμη;

«Υπάρχει εκείνη η εκπληκτική φράση του Κούντερα στο “Βιβλίο του Γέλιου και της Λήθης”» μου λέει. «Ότι “ο αγώνας του ανθρώπου ενάντια στην εξουσία είναι ο αγώνας της μνήμης ενάντια στη λήθη”. Είναι μεγάλη αλήθεια αυτό. Αξίζει λοιπόν να σκαλίζει κανείς και να βλέπει τι θα συμβεί και να αμφισβητεί αυτές τις φωνές».

Φυσικά, αυτός ο ασυμβίβαστος Σκωτσέζος, ο Λάβερτι, δεν θα μπορούσε παρά να ψηφίσει «ναι» στο δημοψήφισμα για την ανεξαρτησία της Σκωτίας. Στο σεμινάριο διηγήθηκε πώς υπερίσχυε για μεγάλο διάστημα το «ναι» στις δημοσκοπήσεις, μέχρι που, δέκα ημέρες πριν από το δημοψήφισμα, ενώθηκαν τα κέντρα λήψης αποφάσεων για να τρομοκρατήσουν τον κόσμο. «Ο Ομπάμα τηλεφώνησε, το Βατικανό τηλεφώνησε, ο μόνος που δεν τηλεφώνησε ήταν ο Δαλάι Λάμα» είπε ο Λάβερτι, που θεωρεί ότι κάτι κέρδισε η Σκωτία από τον δημόσιο διάλογο για το θέμα.

Με το "ιερό τέρας" του βρετανικού κινηματογράφου Κεν Λόουτς. "Αποκαλούν τις δικές μας ταινίες πολιτικές και τις δικές τους ταινίες, ψυχαγωγία. Και έρχονται και σου λένε «α, είναι πολιτικό, είναι δύσκολο, πρέπει να έχετε μόνο 20 κόπιες». Πρέπει να το πολεμήσουμε όλο αυτό", λέει. "Θα ήθελα πάρα πολύ να δω ιστορίες για την κρίση στην Ελλάδα να βγαίνουν προς τα έξω.  Αλλά ποιος θα χρηματοδοτήσει τέτοιο θέμα; Ποιος θα το ανεβάσει  στη μεγάλη οθόνη; Όλο αυτό φιλτράρεται από εκείνους που ελέγχουν το χρήμα".

Με το «ιερό τέρας» του βρετανικού κινηματογράφου Κεν Λόουτς. «Αποκαλούν τις δικές μας ταινίες πολιτικές και τις δικές τους ταινίες, ψυχαγωγία. Και
 έρχονται και σου λένε «α, είναι πολιτικό, είναι
δύσκολο, πρέπει να έχετε μόνο 20 κόπιες».
Πρέπει να το πολεμήσουμε όλο αυτό», λέει. «¨Θα ήθελα πάρα πολύ να δω ιστορίες για την κρίση στην Ελλάδα να βγαίνουν προς τα έξω. Αλλά ποιος θα χρηματοδοτήσει τέτοιο θέμα; Ποιος θα το  ανεβάσει
στη μεγάλη οθόνη; Όλο αυτό
φιλτράρεται από εκείνους
που ελέγχουν το χρήμα».

Θα

>Ποιος θεσμός, λοιπόν, ορίζει σήμερα τον διάλογο σε τέτοια ζητήματα, όπως τα όριζαν τότε στην Ιρλανδία Εκκλησία-κράτος;

«Αυτό το νεοφιλελεύθερο δόγμα είναι σχεδόν σαν θεολογικό δόγμα, έτσι δεν είναι; Προσπαθούν να το παρουσιάσουν, όχι ως επιλογή, αλλά σαν πραγματικότητα. Ότι αυτή είναι η φυσική τάξη πραγμάτων. Οι παπάδες λένε ότι “αυτή είναι η φυσική τάξη”, η Εκκλησία και το κράτος, να γονατίζεις μπροστά στον Κύριο και στην Εκκλησία. Και τώρα λένε: “Δεν Υπάρχει Εναλλακτική” στο νεοφιλελεύθερο μοντέλο. Οπότε, αντί για παπάδες με άμφια, έχουμε ανθρώπους με κοστούμια. Και το βλέπετε σε αυτή τη χώρα περισσότερο από ποτέ. Κι έρχονται και λένε: “Δεν υπάρχει επιλογή. Έτσι πρέπει να γίνει”. Και πρέπει να το καταπιείτε. Είναι σαν ανώτατοι ιερείς της οικονομίας. Αντί η οικονομία να αποτελεί επιλογή.

Και υπάρχει ακόμα πολύς πλούτος στην Ευρώπη. Αλλά, παρ’ όλ’ αυτά, αποφασίζουμε να τιμωρήσουμε τη μεγάλη πλειοψηφία των ανθρώπων της εργατικής τάξης. Και αυτό δεν είναι πεπρωμένο. Είναι πολιτική επιλογή. Και ο μόνος τρόπος να το αμφισβητήσουμε είναι να οργανώσουμε και να παρουσιάσουμε μια εναλλακτική. Γι’ αυτό θεωρώ ότι ο ΣΥΡΙΖΑ και οι “Ποδέμος”, για παράδειγμα, είναι πολύ δημιουργικοί και δίνουν ελπίδα».

>Οπότε, η Εκκλησία έχει αντικατασταθεί από τα χρηματοοικονομικά ιδρύματα και την κορπορατική ελίτ;

«Ναι… Ξέρεις, ακόμα και το BBC παριστάνει ότι είναι αντικειμενικό. Αλλά στο διεθνές του πρόγραμμα (BBC World Service) θα ακούσεις να αναφέρονται σε “επιχειρηματική εβδομάδα”, σε “επιχειρηματική συμφωνία”… Δεν αναφέρονται σε συμφωνίες συνδικάτων. Όλα τα παρουσιάζουν από την οπτική των μπίζνες, τι είναι καλό για τις μπίζνες, τι είναι καλό για το κέρδος. Αλλά αυτοπαρουσιάζονται σαν να ήταν εντελώς αντικειμενικοί, σαν να ήταν το πιο ανεξάρτητο ΜΜΕ στον κόσμο. Και οι αγορές παρουσιάζονται σαν ουδέτερες. “Η αγορά λέει αυτό, άρα πρέπει να είναι αλήθεια”. Οι αγορές, όμως, λάτρεψαν τον Πινοσέτ όταν έριξε με πραξικόπημα τον Αλιέντε, γιατί ο Πινοσέτ ξεφορτώθηκε τα συνδικάτα, ιδιωτικοποίησε και άφησε τις πολυεθνικές να κάνουν ό,τι ήθελαν. Οπότε οι αγορές ανέβηκαν».

Και συνεχίζει: «Όταν, όμως, ο Λούλα πήρε την εξουσία στη Βραζιλία, έχασαν πολλά λεφτά, γιατί είχε ένα σχέδιο για την καταπολέμηση της φτώχειας. Οι αγορές δεν είναι ουδέτερες. Είναι πολιτική επιλογή. Αλλά τις παρουσιάζουν σαν θρησκεία… Οπότε πρέπει να απομυθοποιήσουμε τους όρους αναφοράς τους».

«Χαρά, όχι μόνο μίζερες αναλύσεις»

Κρίνοντας από τη συνολική προσέγγιση του Λάβερτι για τη ζωή μέσα από τα σενάριά του, η αποδόμηση της σημερινής τάξης πραγμάτων δεν προϋποθέτει μόνο ανάλυση και δρόμο, αλλά και χορό και χαρά. Γιατί οι ταινίες Λάβερτι-Λόουτς μόνο μονοδιάστατες και μελό δεν είναι -και στη ζωή, εξάλλου, δεν υπάρχει «κηδεία χωρίς γέλιο και γάμος χωρίς κλάμα». Εκτός αυτού, οι Σκωτσέζοι, όπως μας λέει, έχουν πολύ χιούμορ. «Σε μια συναυλία του Μπόνο στη Γλασκόβη», διηγείται στο προσηλωμένο αμφιθέατρο, «ο Μπόνο σταματά να τραγουδά κάποια στιγμή και ζητά από τους περίπου 10.000 ανθρώπους που βρίσκονταν εκεί να κάνουν ησυχία. Και τότε αρχίζει να χτυπά αργά παλαμάκια. “Κάθε φορά που χτυπώ τα χέρια μου”, λέει στους παριστάμενους, “7.000 παιδιά πεθαίνουν στην Αφρική”. Ξαφνικά, πετάγεται κάποιος από το κοινό: “Τότε, σταμάτα να τα χτυπάς επιτέλους, μικρέ μπάσταρδε”»…

Μεγαλωμένος, λοιπόν, σε ένα τέτοιο περιβάλλον, μόνο σκυθρωπός δεν θα μπορούσε να είναι ο χώρος που έχει φτιάξει με την πένα του για τον Τζίμι. Έναν χώρο, όπου οι άνθρωποι δεν πηγαίνουν μόνο για να μορφωθούν και να συζητήσουν, αλλά, κυρίως, για να χορέψουν.

>Στα σύγχρονα εκπαιδευτικά συστήματα, τα παιδιά διδάσκονται, για παράδειγμα, τη θεωρία του Αϊνστάιν, ακόμα και μακρο-οικονομία, αλλά δεν διδάσκονται τραγούδι και χορό. Και η ευτυχία δεν υπάρχει ως αυτοσκοπός ούτε στα μανιφέστα της Αριστεράς. Γιατί συμβαίνει αυτό;

Γελάει… «Όπως είπε και η Έμμα Γκόλντμαν, “εάν δεν μπορώ να χορέψω, δεν τη θέλω την επανάστασή σας”. Έχει μεγάλη αλήθεια αυτό». Θα ανατρέξει στα χρόνια που ήταν στη Νικαράγουα, όπου «η ποίηση, το τραγούδι, ο χορός και το πάρτι ήταν εξαιρετικά σημαντικά. Γι’ αυτό χρειάζονται οι όμορφοι χώροι αυτοί, όπου και αν τους δημιουργούμε και όπου μπορούμε να βρεθούμε με ασφάλεια». Χρειαζόμαστε τους χώρους, «όπου μπορούμε να συζητήσουμε, αλλά και να γελάσουμε και να χορέψουμε και να πιούμε και να διασκεδάσουμε και να είμαστε μαζί. Αυτό μας θρέφει. Και μας δίνει δύναμη. Εάν κάνουμε μόνο μίζερες αναλύσεις όλη την ώρα, θα πεθάνουμε από πλήξη…».

Για την Αριστερά θα πει ότι «κάποιες φορές μπορεί να είναι λίγο “φλούφλικη”, πολύ σοβαρή». Δεν είναι όμως έτσι η ζωή. «Θυμάμαι, για παράδειγμα, οι καθαρίστριες από το Λος Άντζελες ήταν ξεκαρδιστικές… Χρειαζόμαστε και αυτή την πλευρά της προσωπικότητάς μας και έναν χώρο στον οποίο να μπορεί να ανθίσει».

Με τον Πολ Λάβερτι κατά τη διάρκεια της συνέντευξης. "Πρέπει να εκδημοκρατίσουμε την Ευρώπη. Να αμφισβητήσουμε τη δύναμη των πολυεθνικών, να διεκδικήσουμε περισσότερη δημοκρατία και διαφάνεια", λέει. "Υπάρχει ακόμα πολύς πλούτος στην Ευρώπη. Αλλά αποφασίζουμε να τιμωρήσουμε την εργατική τάξη. Και αυτό δεν είναι πεπρωμένο. Είναι πολιτική επιλογή".

Με τον Πολ Λάβερτι κατά τη διάρκεια της συνέντευξης. «Πρέπει να εκδημοκρατίσουμε την Ευρώπη. Να αμφισβητήσουμε τη δύναμη των πολυεθνικών, να διεκδικήσουμε περισσότερη δημοκρατία και διαφάνεια», λέει. «Υπάρχει ακόμα πολύς πλούτος στην Ευρώπη. Αλλά αποφασίζουμε να τιμωρήσουμε την εργατική τάξη. Και αυτό δεν είναιn πεπρωμένο. Είναι πολιτική επιλογή. Και παρουσιάζεται σαν θρησκεία από τους παπάδες του νεοφιλελευθερισμού».

«Φτιάξτε ταινίες για την ελληνική κρίση»

«Ζούμε σε μια εποχή καταιγιστικών εξελίξεων, από την ευρωπαϊκή κρίση μέχρι το χάος στη Μέση Ανατολή. Εσείς γράφετε βαθιά πολιτικά σενάρια μετά από εκτεταμένη έρευνα» του λέω. «Όμως, κατά τη γνώμη μου, τα περισσότερα κινηματογραφικά έργα είναι κεκαλυμμένα πολιτικά, τουλάχιστον από την εποχή που το Χόλιγουντ προέβαλλε τους Ινδιάνους ως “κακούς” και τους καουμπόι ως “καλούς”». Συμφωνεί.

>Το σινεμά, όμως, που κάνετε εσείς, με τον Κεν Λόουτς, ή ο Κώστας Γαβράς διαφέρει υπό την έννοια ότι αμφισβητεί την κυρίαρχη ιδεολογία, την κυρίαρχη αφήγηση. Γιατί δεν κάνουν περισσότεροι τέτοιο σινεμά;

«Είναι αστείο» μου λέει. «Αποκαλούν τις δικές μας ταινίες πολιτικές και τις δικές τους ταινίες, ψυχαγωγία. Οπότε, μας έχουν βάλει σε κάτι σαν “κουτί” και εκείνοι παίρνουν τα multiplex. Πρέπει να αποδομήσουμε αυτή την έννοια. Για παράδειγμα, οι ταινίες “Γλυκά Δεκάξι” και “Το όνομά μου είναι Τζο” παίχτηκαν στα multiplex στη Σκωτία. Εκεί είναι mainstream. Το “Μερίδιο των Αγγέλων” ή το “Jimmy’s Hall” προβλήθηκαν σε 350 αίθουσες στη Γαλλία. Και έρχονται και σου λένε “α, είναι πολιτικό, είναι δύσκολο, πρέπει να έχετε μόνο 20 κόπιες”. Πρέπει να το αμφισβητήσουμε όλο αυτό».

>Πόσο εύκολο είναι;

«Το όλο ζήτημα επιστρέφει στο σε ποιο βαθμό και το σινεμά είναι μια μεγάλη επιχείρηση. Ποιος έχει πρόσβαση στο χρήμα; Ποιος κάνει αναθέσεις σεναρίων; Θα ήθελα πάρα πολύ να δω ιστορίες για την κρίση στην Ελλάδα να βγαίνουν προς τα έξω. Αλλά ποιος θα αναθέσει τέτοιο θέμα; Ποιος θα το χρηματοδοτήσει; Ποιος θα το ανεβάσει στη μεγάλη οθόνη; Όλο αυτό λοιπόν φιλτράρεται μέσα από εκείνους που ελέγχουν τα οικονομικά. Όλο ανάγεται στην εξουσία των πολυεθνικών και στη διαφάνεια. Είναι μεγάλη πρόκληση. Γιατί οι περισσότεροι ήρωες είναι λευκοί και αγγλόφωνοι; Είναι τόσο βαρετό, τόσο κουραστικό… Αλλά, στην τελική, ποιος ορίζει τι ιστορίες θα γραφτούν; Όσο κι αν υπάρχουν εξαιρέσεις…».

Παλαιότερα, είχε πει ότι ήταν σχεδόν αδύνατο να βρουν επενδυτές να βάλουν χρήματα σε μια ταινία για μετανάστες καθαριστές και στημένα συνδικάτα, στα ισπανικά και με υπότιτλους, όπως το «Ψωμί και Τριαντάφυλλα». Αλλά το πέτυχαν… «Ο Κεν (σ.: Λόουτς) πάντα λέει ότι το σινεμά πρέπει να είναι σαν μια βιβλιοθήκη» λέει ο Λάβερτι. «Διαφορετικοί τύποι, διαφορετικά είδη, να υπάρχει πραγματική επιλογή. Όχι να επαναλαμβάνεται ασταμάτητα η ίδια ιστορία. Αυτό μπορεί να γίνει μόνο αν διαφοροποιήσουμε τη χρηματοδότηση και εκδημοκρατίσουμε τη διαδικασία για το ποιος αποκτά το δικαίωμα να κάνει μια ταινία. Μου αρέσει αυτή η μεταφορά με τη βιβλιοθήκη, για να έχουμε πολλές επιλογές, πολλούς τύπους ανθρώπων, πολλές γλώσσες, πολλές οπτικές γωνίες για τον κόσμο. Γιατί είναι ένα τρομερά πλούσιο μέσο και, δυστυχώς, δεν βλέπουμε αυτή την εκπληκτική δυνατότητα επιλογής».

>Το πρωινό της πρώτης του μέρας στην Αθήνα, ο Λάβερτι συναντήθηκε με τις απολυμένες καθαρίστριες του υπουργείου Οικονομικών, που η φήμη τους ταξιδεύει σε όλη την Ευρώπη. Το είχε ζητήσει ο ίδιος. Με αφορμή αυτό, θα τον ρωτήσω κάτι που τριβελίζει το μυαλό μου από την αρχή: τι θα τον ενέπνεε από την Ελλάδα της κρίσης για να γράψει σενάριο;

«Κάτι τέτοιο θα ήταν πολύ αλαζονικό να το κάνω, να έρθω, δηλαδή, και να πω “έχω μια ιδέα για την κρίση στην Ελλάδα”. Θα ήταν πολύ αλαζονικό. Δεν θα το έκανα. Η ιστορία πρέπει να ειπωθεί από τους εδώ κινηματογραφιστές, που κατανοούν τον πολιτισμό, τη γλώσσα, τις λεπτές αποχρώσεις, την Ιστορία…».

Προσπαθώ να τον πείσω -και του το λέω. «Μα, μεταφέρατε στο πανί την ιστορία της Νικαράγουα»… Δεν τα καταφέρνω και πολύ καλά: «Ζούσα στη Νικαράγουα για τρία χρόνια, και ακόμα και έτσι, το πάλευα. Με τις καθαρίστριες (σ.: του “Ψωμί και Τριαντάφυλλα”) πέρασα πολύ χρόνο. Το ξέρω ότι υπάρχουν εκπληκτικές ιστορίες εδώ. Και στις καθαρίστριες, με τις οποίες συναντήθηκα το πρωί, έβλεπες σπίθα ζωής. Και οι ιστορίες είναι εξαιρετικά δραματικές. Υπάρχουν παντού. Πρέπει, όμως, να τις διηγηθούν Έλληνες συγγραφείς και Έλληνες σκηνοθέτες, που καταλαβαίνουν την κουλτούρα τους. Θα με ενθουσίαζε να τις έβλεπα στο πανί. Αλλά θα ήταν αλαζονικό να το κάνω εγώ αντί γι’ αυτούς, προσποιούμενος ότι καταλαβαίνω έστω και το 1/10 από ό,τι καταλαβαίνουν εκείνοι…».

Είναι ευτυχία να συναντάς και να συνομιλείς με ανθρώπους όπως ο Λάβερτι, σκέφτομαι, ενώ, δυστυχώς, ο χρόνος της συνέντευξης έχει φτάσει στο τέλος του. «Καλή τύχη» λέει, αποχαιρετώντας μας. Θα είναι κάποιος σκωτσεζικός αποχαιρετισμός, γιατί είναι μια ευχή που ο σεμνός, αυτός, εκπληκτικός Σκωτσέζος μοίραζε απλόχερα νωρίτερα σε συνομιλητές του. Ναι, είναι ευτυχία να συναντάς ανθρώπους σαν τον Λάβερτι, που βρήκαν τον τρόπο και τη δύναμη να διηγηθούν τον κόσμο αλλιώς, για να τον αλλάξουν. Μα, αλλάζει ο κόσμος μέσα από ταινίες; Αλλάζει όσο απομυθοποιούνται οι θεσμοί που δεν άφηναν τον Ρόμπι να ξεμπλέξει από τις συμμορίες για να βρει το δικό του «Μερίδιο των Αγγέλων». Οι θεσμοί που στέλνουν ακριβές και απαλλαγμένες από την όποια λογοδοσία στους πολίτες ιδιωτικές εταιρείες security στον πόλεμο του Ιράκ, στο «Route Irish». Οι θεσμοί που εναντιώθηκαν πολεμοχαρώς στη διάπλαση ελεύθερων ανθρώπων στο «Jimmy’s Hall». Οι θεσμοί που αποτελούν το νέο «θεολογικό δόγμα»… Αν ο κινηματογράφος δεν άλλαζε τον κόσμο, εξάλλου, τότε ταινίες σαν του Λόουτς και του Λάβερτι θα έβρισκαν ευκολότερα χρηματοδότες…